Περνώντας πια στη σφαίρα της αθανασίας μέσα από το σημαντικό του έργο, τις ιδέες και τη στάση ζωής, που θα τον κρατούν πάντα ζωντανό στην καρδιά και τη μνήμη μας, ο κορυφαίος μας συνθέτης έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 96 ετών.
Πάντρεψε το λαϊκό τραγούδι με την ποίηση, έκανε την ελληνική μουσική μόδα στο εξωτερικό και με τους αγώνες του αποτέλεσε το πρότυπο του ενεργού πολιτικοποιημένου καλλιτέχνη. ..., αφήνοντας παρακαταθήκη ένα σημαντικό μουσικό έργο, που αντανακλά τις αγωνίες, τις χαρές και της απογοητεύσεις του ελληνισμού.
Τα πρώτα χρόνια
Κρητικός στην καταγωγή, ο Μίκης Θεοδωράκης γεννήθηκε στη Χίο, στις 29 Ιουλίου του 1925. Ο πατέρας του, Γιώργος Θεοδωράκης, δικηγόρος και ανώτερος κρατικός υπάλληλος, υπέστη πολλές μεταθέσεις και διώξεις, επειδή ήταν βενιζελικός. Έτσι, ο Μίκης πέρασε τα παιδικά του χρόνια σε διάφορες πόλεις της ελληνικής επαρχίας, γεγονός που τον βοήθησε να εξοικειωθεί με τα παραδοσιακά ακούσματα και τη μουσική της Ορθόδοξης Εκκλησίας. Στο μεγαλύτερο μέρος της εφηβείας του, έμεινε στην Τρίπολη. Εκεί άκουσε για πρώτη φορά την «Ενάτη Συμφωνία» του Μπετόβεν και αποφάσισε να γίνει συνθέτης, εκεί ανακάλυψε την ποίηση του Γιάννη Ρίτσου και, σε ηλικία 17 ετών, έδωσε την πρώτη του συναυλία, παρουσιάζοντας το έργο του, «Κασσιανή».
Με το όραμα μιας ελεύθερης δημοκρατικής Ελλάδας
Πήρε μέρος στην Αντίσταση εναντίον των γερμανών και ιταλών κατακτητών. Στη μεγάλη διαδήλωση της 25ης Μαρτίου, συμμετείχε δυναμικά και, μάλιστα, είχε καταθέσει στεφάνι στο άγαλμα του Κολοκοτρώνη. Συνελήφθη και βασανίστηκε από τις ιταλικές αρχές, αλλά κατόρθωσε να διαφύγει στην Αθήνα. Παρά την επιθυμία του πατέρα του να ακολουθήσει τη νομική επιστήμη, τον κέρδισε η μουσική. Στο σύντομο πέρασμά του από τη Νομική Σχολή, γνώρισε τον έρωτα της ζωής του, τη φοιτήτρια ιατρικής Μυρτώ Αλτίνογλου, με την οποία μοιράστηκε τη ζωή του. Σύνθεση σπούδασε στο Ωδείο Αθηνών.
Είχε ήδη οργανωθεί στο ΕΑΜ και συμμετείχε στα ταραγμένα γεγονότα εκείνης της περιόδου. Πήρε ενεργό μέρος στην Αντίσταση και αντέδρασε στη μετακατοχική επέμβαση των Άγγλων στην ελληνική πολιτική σκηνή. Στα Δεκεμβριανά, τραυματίστηκε τόσο βαριά, που είχε θεωρηθεί νεκρός. Την περίοδο του Εμφυλίου, κρυβόταν σε διάφορα προάστια των Αθηνών. Εξορίστηκε πρώτα στην Ικαρία και μετά στη Μακρόνησο. Τότε ρίζωσε μέσα του το όραμα μιας ελεύθερης δημοκρατικής Ελλάδας, χωρίς διαιρέσεις. Η εξορία δεν τον εμπόδισε να γράφει μουσική. Μετά από μια επώδυνη στρατιωτική θητεία, έφυγε με τη γυναίκα του, με υποτροφία, στο Παρίσι (1954 -1959). Στο Conservatoire, μελέτησε μουσική ανάλυση και, σταδιακά, άρχισε να αναγνωρίζεται διεθνώς το ταλέντο του στη συμφωνική μουσική.
Η επιστροφή στην πατρίδα
Η αναγνώριση δεν ήταν αρκετή, για να τον κρατήσει άλλο στη Γαλλία. Όταν ο Γιάννης Ρίτσος τού έστειλε τη θρυλική συλλογή ποιημάτων του, «Επιτάφιος», ο Θεοδωράκης, συνέθεσε το γνωστό αριστούργημά του και αποφάσισε να επιστρέψει στην πατρίδα του. Η Ελλάδα του 1960, με νωπές ακόμα τις πληγές του Εμφυλίου, παρέμενε βαθύτητα διχασμένη. Οι προσπάθειές του να επιτευχθεί μια συμφιλίωση, προκαλούσαν αμηχανία στους συντρόφους του, αλλά και στους ιδεολογικούς αντιπάλους του.
Θρήνησε μουσικά τον δολοφονημένο Σωτήρη Πέτρουλα και παρέστη ως μάρτυρας κατηγορίας στη δίκη Λαμπράκη. Οι επεμβάσεις του Παλατιού, που προσπαθούσε να μεθοδεύσει τη διάλυση της «Νεολαίας Λαμπράκη» προκάλεσαν την αντίδρασή του.
Ηγέτης στην πρώτη αντιδικτατορική οργάνωση
Υποστηρικτής όλων των καταπιεσμένων λαών
Στο εξωτερικό, προσπαθεί να διατηρήσει το ενδιαφέρον της διεθνούς κοινότητας για την πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα, υπονομεύοντας την προπαγάνδα της Χούντας. Συναντιέται με αρχηγούς κρατών και προσωπικότητες και συνδυάζει την πολιτική δράση με τις περιοδείες του σε ευρωπαϊκές χώρες. Οι λαϊκές συναυλίες του έγιναν σύμβολα ελευθερίας και αφορμή για να εκφράσουν τη διαμαρτυρία τους και άλλοι καταπιεσμένοι λαοί. Μάλιστα, ανέλαβε διαμεσολαβητικό ρόλο στην ισραηλινο-παλαιστινιακή διένεξη, ως άτυπος πρεσβευτής. Το 1972, λειτούργησε ως δίαυλος επικοινωνίας ανάμεσα στον ισραηλινό αντιπρόεδρο Αλόν και τον Αραφάτ. Η τριλογία του «Μαουτχάουζεν», βασισμένη στην ομώνυμη ποιητική συλλογή του Ιάκωβου Καμπανέλλη, γνώρισε μεγάλη επιτυχία στο Ισραήλ και ανταποκρίθηκε στο αίτημα των Παλαιστινίων να συνθέσει έναν «Ύμνο» που να εκφράζει τον αγώνα τους για μια πατρίδα. Είναι χαρακτηριστικό, ότι όταν γιορτάστηκε στο Όσλο, το 1994, η υπογραφή της συμφωνίας μεταξύ Ισραηλινών και Παλαιστινίων, ακούστηκαν και τα δύο αυτά έργα ως αναγνώριση τις φιλειρηνικής του δράσης.
Με υποδοχή ήρωα
Αδιάκοπος αγώνας για την ειρήνη και την ελευθερία
Στα τέλη της δεκαετίας του ’80, υποστήριξε την ένωση των αριστερών δυνάμεων, αλλά απογοητεύτηκε από την άρνησή τους για συνεργασία. Το 1989, υποστήριξε την κυβέρνηση συνεργασίας ΝΔ - Συνασπισμού του Τζαννή Τζαννετάκη, ενώ την επόμενη χρονιά, εκλέχτηκε ανεξάρτητος Βουλευτής, συνεργαζόμενος με την κυβέρνηση Μητσοτάκη, και έγινε Υπουργός Άνευ Χαρτοφυλακίου παρά τω Πρωθυπουργώ.
Στις αρχές της δεκαετίας του ’90, έδωσε αρκετές συναυλίες για την υπεράσπιση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και το Κυπριακό ζήτημα, υπό την Αιγίδα της Διεθνούς Αμνηστίας. Επισκέφθηκε, επίσης, την Αλβανία, για να υπερασπιστεί τα δικαιώματα της ελληνικής μειονότητας. Πρότεινε τη διοργάνωση Πανευρωπαϊκού Συνεδρίου για την Ειρήνη στους Δελφούς, υπέβαλλε στην Κυβέρνηση σχέδιο για μια «Ολυμπιάδα του πνεύματος» και οργάνωσε μια επιτροπή με διανοούμενους και καλλιτέχνες για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των Κούρδων στην Τουρκία.
Το 1992 παραιτήθηκε από το υπουργικό του αξίωμα και, έναν χρόνο μετά, παραιτήθηκε και από Βουλευτής. Ανέλαβε για σύντομο χρονικό διάστημα τη διεύθυνση της Συμφωνικής Ορχήστρας και των Μουσικών Συνόλων της ΕΡΤ. Το 1998, έδωσε μια σειρά κονσέρτων για την επέτειο των 100 χρόνων από την Ίδρυση της Διεθνούς Επιτροπής για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα και, την επόμενη χρονιά, έδωσε μια συναυλία διαμαρτυρίας στο Βελιγράδι, καταγγέλλοντας τις ΗΠΑ και το ΝΑΤΟ για τους βομβαρδισμούς στη Σερβία. Το 2000, οι Γερμανοί, στο Μόναχο, τον τίμησαν ως άνθρωπο - σύμβολο για την Αντίσταση, τον Ανθρωπισμό και την Ισότητα, ενώ προτάθηκε επίσημα για το Νόμπελ Ειρήνης.
Διατηρώντας πάντα το θάρρος της γνώμης του
Η πληθωρική του προσωπικότητα συνέχισε να προκαλεί έκπληξη και αποδοχή, τόσο στους αντιπάλους όσο και στους φίλους του. Δέχτηκε πυρά από όλο το πολιτικό φάσμα για τις μουσικές του καινοτομίες, την πολιτική του δράση, αλλά και τις δημόσιες παρεμβάσεις του. Ωστόσο, διατηρούσε πάντα το θάρρος της γνώμης του και έδινε προτεραιότητα στην ιδιότητα του πολίτη, δηλώνοντας: «Η εθνική ενότητα, όπως ασφαλώς γνωρίζετε, υπήρξε ανέκαθεν η μεγάλη ουτοπία της ζωής μου... Έθεσα την ιδιότητα του Πολίτη πάνω από εκείνη του Καλλιτέχνη, μιας και τα δραματικά γεγονότα δεν μου επέτρεπαν να είμαι ένας απλός παρατηρητής και, ως πολίτης, θεώρησα πρώτο μου καθήκον την ανάμιξή μου στα κοινά».
Επίσης, έλεγε με πικρία: «Οι αρχηγοί όλων των κομμάτων με καλούν στις γιορτές τους. Όσες φορές, όμως, έγινα βουλευτής, ποτέ δε με άκουσαν τα κόμματα. Τις εισηγήσεις για θέματα Πολιτισμού, Τεχνών, ακόμη και για μουσικά θέματα, κυρίως κλαδικά, τις έδιναν σε οποιονδήποτε άλλον, εκτός από εμένα, πάντα με διάφορα προσχήματα… Δεν ήθελαν τον πολιτικό Θεοδωράκη, ήθελαν τη μουσική του, τον ήθελαν κλεισμένο στο κλουβί να τραγουδά και να φέρνει κόσμο!».
Το μουσικό του έργο
Η συνθετική του «Θεωρία των τετραχόρδων» βασιζόταν στο δωδεκαφθογγισμό και την αρχαία ελληνική μουσική. Οι πρώτες διακρίσεις σε διεθνές επίπεδο συντέλεσαν στην καθιέρωσή του ως νέου συνθέτη. Το 1957, παρέλαβε, από τον ίδιο τον Σοστακόβιτς, το Βραβείο για τον Διαγωνισμό Σύνθεσης Νέων στη Μόσχα, για το έργο του «Σουίτα Νο1 για πιάνο και ορχήστρα». Το 1959, με εισήγηση του Darius Milhaud, τιμήθηκε με το Copley Music Prize, ως «ο καλύτερος Ευρωπαίος συνθέτης της χρονιάς». Το μπαλέτο «Αντιγόνη» (1959), που ήταν παραγγελία του Βασιλικού Μπαλέτου του Λονδίνου, συνέβαλε ουσιαστικά στην αναγνώρισή του στον χώρο της δυτικοευρωπαϊκής έντεχνης μουσικής.
Στη συνέχεια, η έμπνευση του συνθέτη επικεντρώθηκε στη λεγόμενη «έντεχνη λαϊκή μουσική», σύμφωνα με τον όρο που καθιέρωσε ο ίδιος. Από το 1960 έως το 1980, μελοποίησε γνωστά έργα της νεοελληνικής ποίησης στους κύκλους των τραγουδιών του, συνέθεσε ορατόρια, μουσική για το θέατρο και τον κινηματογράφο. Οι στίχοι σημαντικών ελλήνων και ξένων ποιητών, όπως οι Σεφέρης, Ρίτσος, Ελύτης, Γκάτσος, Ρώτας, Χριστοδούλου, Καμπανέλλης, Λειβαδίτης, Αναγνωστάκης, Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, Πωλ Ελυάρ, Πάμπλο Νερούντα κ.ά., ταξίδεψαν στις λαϊκές γειτονιές, χάρη στη μουσική του.
Κάποιοι από τους κύκλους τραγουδιών του που αγαπήθηκαν ιδιαίτερα είναι οι: «Αρχιπέλαγος», «Πολιτεία», «Μικρές Κυκλάδες», «Τα λαϊκά», «Τα τραγούδια του αγώνα», «18 Λιανοτράγουδα», «Ρωμιοσύνη», «Επιφάνια», «Κύκλος Φαραντούρη», «Η μπαλάντα του Μαουτχάουζεν».
Σημαντική συμβολή και στο θέατρο
Επίσης, σημαντική ήταν η συμβολή του στο θέατρο με πρωτότυπες μουσικές συνθέσεις. Η ενασχόλησή του ξεκίνησε με την τραγωδία του Ευριπίδη, «Φοίνισσες» (1960), που παρουσιάστηκε στην Επίδαυρο, σε σκηνοθεσία Αλέξη Μινωτή. Η επιτυχία, όμως, ήρθε με την παράσταση «Ένας όμηρος», του Ιρλανδού Μπρένταν Μπίαν, σε σκηνοθεσία Λεωνίδα Τριβιζά (1962). Τραγούδια, όπως τα «Ήταν 18 Νοέμβρη» και «Το γελαστό παιδί», κατέβηκαν από τη θεατρική σκηνή, για να συναντήσουν αργότερα τις παρέες του αντιδικτατορικού αγώνα.
Αξιοσημείωτη κινηματογραφική παρουσία
Επιστροφή στη συμφωνική μουσική
Από το 1981 και μετά, ο συνθέτης επέστρεψε στη συμφωνική μουσική με συνθέσεις, όπως τη «Συμφωνία αριθμ. 3». Η όπερα, με την οποία δεν είχε ασχοληθεί ως τότε, άρχισε να κερδίζει έδαφος στις μουσικές του αναζητήσεις. Πρώτη απόπειρα ήταν η όπερα «Κώστας Καρυωτάκης - Οι μεταμορφώσεις του Διονύσου» (1986), αφιερωμένη στον Μάνο Χατζιδάκι. Φιλοδοξούσε να συνδυάσει στο έργο του στοιχεία της όπερας και του αρχαίου δράματος. Η τριλογία του με τις όπερες «Μήδεια» (1990), «Ηλέκτρα» (1994) και «Αντιγόνη» (1996) ήταν αφιερωμένη στους μεγάλους ιταλούς συνθέτες Βέρντι, Πουτσίνι και Μπελίνι, ενώ το 2001, ολοκλήρωσε και τη «Λυσιστράτη». Το 1987, μετά από παραγγελία της Όπερας της Βερόνας, συνέθεσε το μπαλέτο «Ζορμπάς». Μετά από αίτημα του Χ. Α. Σάμαρανκ, έγραψε το «Canto Olympico» (1992) για τους Ολυμπιακούς Αγώνες της Βαρκελώνης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου