Έντονο προβληματισμό προκαλεί στην κυβέρνηση το νέο πληθωριστικό
μέτωπο: τα ενοίκια.
Τα στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα την περασμένη εβδομάδα η Ελληνική Στατιστική Αρχή αποτύπωσαν ετήσιο ποσοστό αύξησης της τάξεως του 10,5% κατά τον μήνα Μάρτιο συγκριτικά με τον αντίστοιχο περυσινό μήνα.
Οι δε ποιοτικές έρευνες -με τελευταία αυτή που δημοσίευσε χθες η Alpha Bank- δείχνουν ότι εκατοντάδες χιλιάδες ενοικιαστές έχουν φτάσει στο σημείο να διαθέτουν πολύ μεγάλο ποσοστό του μηνιαίου εισοδήματός τους για την κάλυψη των στεγαστικών τους αναγκών: To 52% των ενοικιαστών δηλώνουν ότι πληρώνουν πάνω από το 30% του εισοδήματός τους για το ενοίκιό τους, σύμφωνα με την έρευνα της Alpha Bank και αυτό το ποσοστό μπορεί να αντιστοιχεί ακόμη και σε πάνω από 200.000 ενοικιαστές.
Το γεγονός ότι τα ενοίκια αυξάνονται με ρυθμό πολλαπλάσιο του αντίστοιχου των εισοδημάτων, εντείνει το πρόβλημα και αν ο ρυθμός δεν ανακοπεί -προς το παρόν δεν φαίνεται ορατή λύση στον ορίζοντα καθώς η άνοδος των τιμών των ακινήτων δεν τροφοδοτείται μόνο από το εσωτερικό αλλά και από τη ζήτηση που προέρχεται από έξω- είναι πολύ πιθανό να εκτυλιχθούν και στην Ελλάδα οι κοινωνικές αντιδράσεις που ήδη καταγράφονται σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Στην κυβέρνηση γνωρίζουν ότι οι λύσεις δεν είναι απλές, καθώς θα πρέπει να υπάρξει κρατική παρέμβαση στις οικονομικές σχέσεις ιδιωτών. Σε κάθε δυσαρεστημένο ενοικιαστή που έρχεται αντιμέτωπος με ένα ολοένα και υψηλότερο ενοίκιο αντιστοιχεί ένας ευχαριστημένος ιδιοκτήτης ο οποίος βλέπει την περιουσία του να ανατιμάται και μαζί με αυτήν να ανεβαίνει και το ετήσιο εισόδημά του.
Οι μεγάλες αυξήσεις στα ενοίκια καταγράφονται κατά τις ανανεώσεις των συμβολαίων. Κατά τη διάρκεια ισχύος τους, εφαρμόζονται υποχρεωτικά οι όροι του συμβολαίου που συνήθως αφήνουν περιθώριο για αναπροσαρμογές της τάξεως 2% όσο είναι περίπου το 75% του πληθωρισμού. Στις ανανεώσεις όμως, δεν υπάρχει όριο.
Ο ιδιοκτήτης, έχοντας κρατήσει το ενοίκιο σταθερό για 2-3 χρόνια -περίοδο κατά την οποία καταγράφηκε εκρηκτική αύξηση των τιμών πώλησης των ακινήτων- εγείρει απαιτήσεις για διψήφιες αυξήσεις οι οποίες χτυπούν κατευθείαν στον οικογενειακό προϋπολογισμό του ενοικιαστή.
Ήδη, τα στοιχεία των μεσιτικών γραφείων δείχνουν εξαιρετικά περιορισμένη διαθεσιμότητα στα μεγάλα αστικά κέντρα ενοικιαζόμενων ακινήτων με τιμή χαμηλότερη των 600-700 ευρώ τον μήνα. Το ποσό αυτό, αντιστοιχεί στο 60-70% του καθαρού μέσου μισθού στην Ελλάδα ή στο 35% του οικογενειακού εισοδήματος ενός ζευγαριού με δύο εργαζόμενους καθένας εκ των οποίω λαμβάνει τον μέσο μεικτό μισθό που διαμορφώνεται σήμερα στην Ελλάδα (1.340 ευρώ στο τέλος του 2024 με βάση τις μεικτές αποδοχές ή κοντά στα 1.050 ευρώ καθαρά).
Μέχρι στιγμής η κυβέρνηση έχει παρέμβει με μέτρα για τον περιορισμό των βραχυχρόνιων μισθώσεων (σ.σ απαγορεύτηκαν οι νέες μισθώσεις στα τρία κεντρικά διαμερίσματα της Αθήνας), με φορολογικά κίνητρα για την ανακαίνιση κλειστών ακινήτων προκειμένου να ενοικιαστούν με μακροχρόνιες μισθώσεις ή και για την μετατροπή μισθώσεων από βραχυχρόνιες σε μακροχρόνιες.
Ενεργό είναι επίσης το πρόγραμμα "ΣΠΙΤΙ ΜΟΥ 2" για την παροχή κινήτρων αγοράς ακινήτων. Στην πράξη, αποδεικνύεται ότι ο αριθμός αυτών που βρίσκουν μια λύση είναι πολύ μικρός: Μέχρι στιγμής, με τα προγράμματα "Σπίτι μου 1" και "Σπίτι μου 2" έχουν καλύψει στεγαστικές ανάγκες μέσω επιδοτούμενου δανείου κάτι περισσότερο από 10.000 οικογένειες όταν ο αριθμός των ενοικιαστών ανέρχεται στο ένα εκατομμύριο.
Αύξηση της προσφοράς ακινήτων δεν καταγράφεται ουσιαστική και πλέον το ερώτημα είναι αν θα αποφασίσει η κυβέρνηση να παρέμβει και με μέτρα για τη "συγκράτηση" των ενοικίων. Οι εναλλακτικές είναι συγκεκριμένες: μεγαλύτερες επιδοτήσεις για τους ευάλωτους (κάτι που απαιτεί αυξημένο δημοσιονομικό κόστος) και επιβολή διοικητικών περιορισμών όσον αφορά στο ποσοστό αύξησης που μπορεί να επιβληθεί στα ενοίκια.
thetoc.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου