του Gérard Courtois (*)
Πρόκειται άραγε για μια απλή αναταραχή στον προεδρικό ουρανό ή για μια βαθύτερη κατάθλιψη; Το ερώτημα αυτό θα παραμείνει εκκρεμές για μερικές εβδομάδες. Ηδη όμως είναι φανερό το εξής: ενώ ο πρόεδρος της Δημοκρατίας βρισκόταν από τότε που εξελέγη στην επίθεση, επιβάλλοντας τον ρυθμό του, σαρώνοντας τα εμπόδια και παρατάσσοντας τη μια μεταρρύθμιση δίπλα στην άλλη, έχει πλέον περάσει στην άμυνα, κυνηγημένος από τα γεγονότα. Είχε το πάνω χέρι, δεν το έχει πια.
Οι δημοσκοπήσεις είναι αμείλικτες. Η πτώση της δημοτικότητας του Εμανουέλ Μακρόν από τον περασμένο Ιούλιο είναι της τάξης των 7-10 μονάδων. Οι περισσότερες έρευνες την τοποθετούν στο 25-29% και μόνο μία του δίνει πάνω από 30%. Από το 70% των Γάλλων που είναι δυσαρεστημένοι μαζί του, οι μισοί είναι πολύ δυσαρεστημένοι. Οι τελευταίοι είναι δηλαδή περισσότεροι από το σύνολο των πολύ ή μάλλον ικανοποιημένων.
Με άλλα λόγια, δέκα έξι μήνες μετά την εκλογή του, ο αρχηγός του κράτους πλησιάζει το ποσοστό που έλαβε στον πρώτο γύρο (24%). Μένει να ερευνηθούν οι αιτίες αυτής της δυσαρέσκειας. Απ’ό,τι φαίνεται, ο ρόλος της υπόθεσης Μπεναλά και των όσων ακολούθησαν είναι καταλυτικός.
Η απογοητευτική οικονομική κατάσταση δεν βελτίωσε τα πράγματα. Μια ανάπτυξη που «σέρνεται», μια αγοραστική δύναμη που μειώνεται και μια ανεργία που επιμένει κλόνισαν την εμπιστοσύνη προς τον πρόεδρο. Αρκετοί Γάλλοι ήταν έτοιμοι να δεχθούν τις μεταρρυθμίσεις που είχαν αναγγελθεί, υπό τον όρο ότι τα αποτελέσματά τους θα ήταν αυτά που ο πρόεδρος είχε υποσχεθεί και ότι τα οφέλη θα ήταν εμφανή. Από τη στιγμή που αυτό δεν συμβαίνει, ο εθνικός σκεπτικισμός άρχισε και πάλι να αυξάνεται.
Αυτές οι εξηγήσεις όμως δεν είναι επαρκείς. Αισθάνεται κανείς ότι δεν υπάρχει πλέον επικοινωνία ανάμεσα στον πρόεδρο και τους Γάλλους. Για ορισμένους, είναι ζήτημα προσωπικότητας: ο Εμανουέλ Μακρόν είναι υπερβολικά ευφυής, υπερβολικά διδακτικός, αν όχι αλαζόνας. Πρέπει λοιπόν να γίνει πιο «λαϊκός». Μόνο που όταν δοκίμασε αυτή τη συνταγή ο Βαλερί Ζισκάρ Ντ’Εστέν, πηγαίνοντας για φαγητό στα σπίτια απλών Γάλλων, το μόνο που κέρδισε ήταν η χλεύη.
Για άλλους, όπως για παράδειγμα τον Φρανσουά Μπαϊρού, τα πράγματα είναι πιο σοβαρά. Οι Γάλλοι, είπε την περασμένη Κυριακή, δεν έχουν ανάγκη μόνο από αναγγελίες μεταρρυθμίσεων, αλλά από ένα πρόγραμμα. Δεν θέλουν να ξέρουν μόνο τα βήματα που γίνονται, αλλά και την κατεύθυνση στην οποία βαδίζουν. Ο αρχηγός του κράτους πρέπει λοιπόν να προσφέρει το όραμά του για τη Γαλλία.
Η διάγνωση αυτή εκπλήσσει γιατί, αντίθετα με τον Νικολά Σαρκοζί και τον Φρανσουά Ολάντ, ο Μακρόν δεν έχει πάψει να εκθέτει το όραμά του και να εντάσσει εκεί τις πράξεις του. Μόνο μέσα σε ένα μήνα εξέθεσε τις σκέψεις του στους πρεσβευτές (27/8), παρουσίασε το πρόγραμμά του κατά της φτώχειας (13/9) και στη συνέχεια ανακοίνωσε τη μεταρρύθμισή του για το σύστημα υγείας (18/9). Οι αναλύσεις του μπορεί να συζητηθούν. Κανείς δεν μπορεί να αμφισβητήσει όμως ότι στηρίζονται σε σταθερές βάσεις και αποτυπώνουν ένα όραμα για το μέλλον.
Κι όμως, δεν «πέρασαν» στον κόσμο. Δύο φράσεις ήταν ικανές να τα χαλάσουν όλα: οι Γαλάτες που αντιστέκονται στην αλλαγή και οι άνεργοι που αρκεί να περάσουν τον δρόμο για να βρουν δουλειά.
Ο Εμανουέλ Μακρόν δεν έχει μπορέσει έτσι μέχρι στιγμής να εκλαϊκεύσει το όραμά του για να μπορέσει να το μοιραστεί. Αν τα καταφέρει, θα ξανασυνδεθεί με τους Γάλλους. Αν όχι, το διαζύγιο μπορεί να αποδειχθεί ανεπανόρθωτο.
(*) Ο Ζεράρ Κουρτουά είναι αρθρογράφος της Monde
Πηγή: Le Monde
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου