Η πρόσφατη υποχώρηση των αποδόσεων των ελληνικών ομολόγων χαιρετίστηκε ως ένα θετικό γεγονός, καθώς, πέραν όλων των άλλων, σηματοδοτεί και μείωση του κόστους δανεισμού για το ελληνικό δημόσιο.
Όμως, η πραγματικότητα είναι ότι η υποχώρηση αυτή αντανακλούσε δύο εκτιμήσεις των αγορών. Από τη μια ότι τα ελληνικά ομόλογα μπορούν να αντιμετωπιστούν ξανά ως ομόλογα μειωμένου κινδύνου.
Από την άλλη, ότι ακόμη και με χαμηλές αποδόσεις προσφέρουν υψηλότερες αποδόσεις από ό,τι τα ομόλογα συνολικά στην ευρωζώνη.
Η υποχώρηση των αποδόσεων των ομολόγων σχετίζεται με την εκτίμηση, που επιβεβαίωσαν οι ανακοινώσεις του ίδιου του Ντράγκι στις 25 Ιουλίου, ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν πρόκειται να αυξήσει τα επιτόκιά της τουλάχιστον και στο πρώτο μισό του 2020, ότι είναι πιθανό και να τα μειώσει και ότι εξετάζει το ενδεχόμενο να ενεργοποιήσει και νέο πρόγραμμα αγοράς τίτλων, δηλαδή νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης (QE). Την ίδια ώρα ο Ντράγκι υπενθύμισε ότι τα κέρδη από τις ωριμάνσεις των τίτλων που έχει ήδη αγοράσει η ΕΚΤ χρησιμοποιούνται για την αγορά τίτλων (μια έμμεση παράταση ενός είδους QE).
Ο λόγος είναι ότι ο πληθωρισμός εξακολουθεί να βρίσκεται σε χαμηλότερα επίπεδα από αυτά που είναι ο στόχος της ΕΚΤ, ώστε να αποφύγουμε τον κίνδυνο του αποπληθωρισμού, την ώρα που υπάρχουν ενδείξεις για μια συνολικότερη οικονομική υποχώρηση στην Ευρωζώνη. Σε αυτό το φόντο είναι σαφές ότι ο Μάριο Ντράγκι θέλει να ολοκληρώσει τη θητεία του με ένα ακόμη πρόγραμμα τόνωσης της ευρωπαϊκής οικονομίας, τουλάχιστον εντός των ορίων και των δυνατοτήτων που δίνει η νομισματική πολιτική και το καταστατικό της ΕΚΤ.
Η υποχώρηση της μεταποίησης στην ευρωζώνη
Την ίδια ώρα οι συνολικές προοπτικές των ευρωπαϊκών οικονομιών και ιδίως των οικονομιών της Ευρωζώνης δείχνουν αρκετά αρνητικές και δύσκολα μπορούν να επαληθευτούν οι αρχικές προβλέψεις για υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2020.
Ο «μεγάλος ασθενής» είναι η μεταποίηση και δη στις χώρες του ευρωπαϊκού «πυρήνα» όπως η Γερμανία. Αυτό φαίνεται και στον δείκτη υπευθύνων προμηθειών (Purchasing Managers Index – PMI) που υποχώρησε στην Ευρωζώνη από το 47,6 τον Ιούνιο σε 46,4 τον Ιούλιο, το χαμηλότερο σημείο εδώ και σχεδόν 7 χρόνια (79 μήνες για την ακρίβεια). Για να θεωρηθεί ότι έχουμε σταθερή ανάπτυξη αυτός ο δείκτης πρέπει να είναι τουλάχιστον 50.
Και στη Γερμανία συνεχίζεται η ίδια τάση υποχώρησης στη μεταποίηση με τον δείκτη PMI να υποχωρεί στο 43,1 από 45 τον προηγούμενο, επίσης πολύ χαμηλότερο του 50.
Μάλιστα σε μεγάλη υποχώρηση είναι και το ευρύτερο επιχειρηματικό κλίμα στη γερμανική μεταποίηση. Ο δείκτης επιχειρηματικού κλίματος του ινστιτούτου Ifo υποχώρησε σε αρνητικό πρόσημο (-4,3) σε σχέση με το θετικό 1,3 του Ιουνίου.
Το κλίμα απέδωσε ο Κλέμενς Φούεστ, πρόεδρος του ινστιτούτου που υποστήριξε ότι «στη μεταποίηση το επιχειρηματικό κλίμα είναι σε ελεύθερη πτώση», όπως και ότι «οι επιχειρήσεις αντιμετωπίζουν τους επόμενους έξι μήνες με περισσότερο πεσιμισμό».
Και η επισκόπηση που έκανε το ερευνητικό ινστιτούτο Zew, με έδρα το Μανχάιμ επίσης έδειξε σημαντική υποχώρηση του επιχειρηματικού κλίματος. Ο δείκτης οικονομικού κλίματος υποχώρησε από κατά 3,4 μονάδες στο -24,5, πιο χαμηλά από το -22,3 που ανέμενε σχετική έρευνα του Reuters.
Ενδεικτική της υποχώρησης της γερμανικής μεταποίησης και η τάση των μεγάλων γερμανικών βιομηχανιών να περιορίζουν τις ώρες εργασίας του προσωπικού τους. Στη βαριά βιομηχανία, όπως είναι η παραγωγή τρένων, αεροσκαφών και αμυντικού εξοπλισμού αυτό αφορά το ένα τρίτο των επιχειρήσεων. Στη συνολική οικονομία αφορά μέχρι τώρα το 3,8%, όμως υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις ότι μέσα στους επόμενους μήνες θα φτάσει το 8.5%.
Δεν είναι τυχαίο ότι υπάρχουν ανακοινώσεις για περικοπές προσωπικού και απολύσεις από μεγάλες γερμανικές βιομηχανίες. Η BASF ανακοίνωσε 3000 απολύσεις στη Γερμανία τους επόμενους μήνες, η Thyssenkrupp θα περικόψει το προσωπικό της Γερμανία κατά 4000 εργαζομένους, η Ford κατά 5400 και η Bayer κατά 4500.
Ακόμη και η Γαλλική μεταποίηση που τον Ιούνιο είχε δείξει ανοδικές τάσεις υποχώρησε τον Ιούλιο στο 50.
Την υποχώρηση της μεταποίησης αντιστάθμισαν οι υπηρεσίες, στις οποίες ο δείκτης PMI υποχώρησε μεν αλλά στο 53,3 από 53,6. Γι’ αυτό το λόγο στη συνολική οικονομία της ευρωζώνης ο δείκτης PMI παρέμεινε στο θετικό πρόσημο του 51,5.
Όλα αυτά δεν είναι άσχετα και με το αρνητικό παγκόσμιο κλίμα ως προς τις προοπτικές του παγκόσμιου εμπορίου. Η διαρκής απειλή ενός εμπορικού πολέμου σε συνδυασμό με τον κίνδυνο νέων τάσεων προστατευτισμού ασκούν αρνητική πίεση και δημιουργούν αβεβαιότητα σε χώρες που στηρίζονται πολύ σε ισχυρούς εξαγωγικούς μεταποιητικούς κλάδους.
Το ανοιχτό ερώτημα μιας νέας ύφεσης
Όλα αυτά παραπέμπουν σε μια συνεχιζόμενη οικονομική επιβράδυνση στην ευρωζώνη. Παρότι η υποχώρηση της μεταποίησης παρουσιάζεται συχνά ως κάτι που αφορά ειδικά εκείνες τις χώρες που κυρίως στηρίζονται στη μεταποίηση, σε αντιδιαστολή με την υπόλοιπη ευρωζώνη, είναι εμφανές ότι η ευρωπαϊκή οικονομία δεν βρίσκεται στην καλύτερη στιγμή της.
Η προσπάθεια να παρουσιαστεί αυτή η επιβράδυνση ως φυσιολογική «διόρθωση» μετά από μια παρατεταμένη περίοδο οικονομικής ανάπτυξης, εντάσσεται περισσότερο στην προσπάθεια να διαμορφωθεί θετικό κλίμα παρά στα πραγματικά δεδομένα που παραπέμπουν σε υπαρκτό ενδεχόμενο ύφεσης εάν δεν υπάρξουν συνολικότερες παρεμβάσεις.
Είναι ακριβώς αυτή η επίγνωση που μπορεί να εξηγήσει και την επιλογή του Ντράγκι να επιμείνει και στα χαμηλά επιτόκια και στο σχεδιασμό για νέο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης.
Τι σημαίνουν όλα αυτά για την Ελλάδα;
Όλα αυτά διαμορφώνουν και συγκεκριμένα δεδομένα για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας που συνδυάζουν τις δυνατότητες με τις προκλήσεις και τις πραγματικές δυσκολίες.
Η υποχώρηση των επιτοκίων δίνει καλύτερες προοπτικές στους όρους δανεισμού του ελληνικού δημοσίου, ενώ δίνει και την προοπτική να δανείζονται πιο φθηνά από τις διεθνείς χρηματαγορές και οι ελληνικές επιχειρήσεις.
Ταυτόχρονα, ο συνδυασμός των χαμηλών επιτοκίων και ενός νέου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης με συμμετοχή αυτή τη φορά και της Ελλάδας θα σημαίνει και τη δυνατότητα νέων ενέσεων ρευστότητας στην ελληνική οικονομία.
Βέβαια, σε ό,τι αφορά το ελληνικό τραπεζικό σύστημα, όλα αυτά περνούν και μέσα από την επίλυση του θέματος των «κόκκινων δανείων», μια που μόνο τότε η φθηνότερη δανειοδότηση των ελληνικών τραπεζών και η αξιοποίηση των μέτρων ποσοτικής χαλάρωσης θα μεταφράζεται και σε αυξημένες δυνατότητες χρηματοδότησης της ελληνικής οικονομίας.
Την ίδια στιγμή, η υποχώρηση της ευρωπαϊκής οικονομίας μεσοπρόθεσμα δημιουργεί μια ιδιαίτερα δύσκολη συνθήκη για την ελληνική οικονομία. Σημαντικό μέρος της ελληνικής εξαγωγικής δραστηριότητας κατευθύνεται προς τις ευρωπαϊκές αγορές. Τυχόν παραπέρα υποχώρηση των ευρωπαϊκών οικονομιών στα όρια της ύφεσης είναι πιθανό να μειώσει τη ζήτηση για τις ελληνικές εξαγωγές και να περιορίσει τη δυναμική κλάδων όπως είναι το τουρισμός.
Ούτως ή άλλως, τα προβλήματα της ελληνικής οικονομίας δεν περιορίζονται απλώς στην απουσία χρηματοδότησης με μικρό κόστος ή στην έλλειψη ρευστότητας, αλλά και σε διαρθρωτικά προβλήματα που αφορούν την ύπαρξη σημαντικού ανενεργού παραγωγικού δυναμικού, το συνολικότερο κλαδικό προσανατολισμό, τις υποδομές και την ανταγωνιστικότητα με όρους υπέρτερης παραγωγικότητας.
in.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου