Της Νατάσας Στασινού
Υψηλό είναι το τίμημα του πολέμου στην Ουκρανία για την παγκόσμια οικονομία, αφού εντείνονται οι ήδη σοβαρές ανισορροπίες σε προσφορά - ζήτηση, οι αναταράξεις στις αγορές ενέργειας και εμπορευμάτων και τα προβλήματα στην εφοδιαστική αλυσίδα. Το εκρηκτικό μείγμα που δημιουργείται δεν επηρεάζει στον ίδιο βαθμό όλες τις χώρες.
Το πλήγμα είναι ισχυρότερο για τις οικονομικές της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης, αλλά και για ορισμένες οικονομίες της Δυτικής Ευρώπης, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα, όπως υπογραμμίζει σε ανάλυσή της η Goldman Sachs.«Οι χώρες της Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης (ειδικά η Ουγγαρία και η Τσεχία), η Τουρκία και ορισμένες οικονομίες της Δυτικής Ευρώπης (Ελλάδα, Ιταλία, Γερμανία) είναι ιδιαίτερα εκτεθειμένες στις επιπτώσεις της κρίσης, αφού τα τα συγκριτικά πλεονεκτήματά τους είναι πολύ διαφορετικά από εκείνα της Ρωσίας και της Ουκρανίας, ενώ τείνουν να έχουν σημαντικές εμπορικές συναλλαγές και με τις δύο χώρες» επισημαίνει η Goldman Sachs στην έκθεσή της με τίτλο Mapping Econonomic Exposures to Russia and Ukrain.
Το συγκριτικό πλεονέκτημα
Οι αναλυτές της Goldman ουσιαστικά ζυγίζουν τον αντίκτυπο του πολέμου με βάση το λεγόμενο «συγκριτικό πλεονέκτημα», που αναφέρεται σε ποιον βαθμό τα μοτίβα εισαγωγών και εξαγωγών της κάθε οικονομίας είναι παρόμοια ή διαφορετικά από εκείνα της Ρωσίας και της Ουκρανίας. Υπολογίζουν βεβαίως και την απευθείας έκθεση στο μέτωπο του εμπορίου και ειδικά την εξάρτηση από τις δύο αυτές χώρες για εισαγωγές ενέργειας, σιτηρών και άλλων βασικών πρώτων υλών.
«Κερδισμένοι» του πολέμου με βάση αυτή την αποτίμηση βγαίνουν οι οικονομίες της Λατινικής Αμερικής (που είναι μεγάλοι παραγωγοί σιτηρών), όπως βεβαίως και οι μεγάλες εξαγωγικές δυνάμεις πετρελαίου (Σαουδική Αραβία, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Νιγηρία). Στον ανεπτυγμένο κόσμο κέρδος έχουν η Νορβηγία, ο Καναδάς, η Αυστραλίας και οι ΗΠΑ. Το μείγμα αγαθών που εξάγουν και εισάγουν αυτές οι οικονομίες είναι παρόμοιο με εκείνο των Ρωσίας και Ουκρανίας (από τις οποιές μπορούν έτσι να αποσπάσουν μερίδιο αγοράς), ενώ η απευθείας εμπορική τους έκθεση είναι σχετικά περιορισμένη.
Η συντριπτική πλειονότητα των ασιατικών οικονομιών βρίσκεται κάπου στη μέση, μετρώντας κάποια κέρδη, αλλά και απώλειες.
Σοβαρός ο αντίκτυπος στην αγορά εμπορευμάτων
Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και οι κυρώσεις της Δύσης κατά της Μόσχας δίνουν ώθηση στις τιμές ενέργειας και εμπορευμάτων, ενισχύοντας τις πληθωριστικές πιέσεις και υποβαθμίζοντας τις προοπτικές ανάπτυξης, σημειώνει η Goldman Sachs.
Αν και Ρωσία και Ουκρανία αθροιστικά καλύπτουν μόνο το 2,5% του παγκόσμιου ΑΕΠ, έχουν πολύ μεγαλύτερο μερίδιο στις παγκόσμιες εξαγωγές βασικών εμπορευμάτων: Πετρέλαιο (12%), φυσικό αέριο (9%), σιτάρι (25%), καλαμπόκι (14%) και νικέλιο (11%). Έτσι δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι από την έναρξη του πολέμου οι τιμές του πετρελαίου έχουν αυξηθεί 8%, οι τιμές του φυσικού αερίου έχουν ενισχυθεί κατά 25% και του σιταριού επίσης κατά 25%.
Η Ευρώπη επηρεάζεται σαφώς περισσότερο, αφού ένα μεγάλο ποσοστό των ρωσικών εξαγωγών πετρελαίου κατευθύνεται προς τη Γηραιά Ήπειρο. Η Κίνα είναι επίσης από τους μεγαλύτερους αγοραστές ρωσικού πετρελαίου.
Άκρως εκτεθειμένη και απολύτως εξαρτημένη είναι βεβαίως η Ευρώπη και από το ρωσικό φυσικό αέριο, με αποτέλεσμα ένα εκρηκτικό ράλι στις τιμές.
Στο μέτωπο των σιτηρών τη μεγαλύτερη εξάρτηση παρουσιάζουν Τουρκία, Αίγυπτος, Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα και Ισραήλ.
Όσο για την έκθεση σε εμπόριο και τουρισμό, η Ελλάδα και η Ιταλία βρίσκονται στους χαμένους με αρνητικά Betas, όπως φαίνεται και στο γράφημα που ακολουθεί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου