Με το πρόσφατο 20ο Εθνικό Συνέδριο του ΚΚΚ, ο πρόεδρος της Κίνας Σι Τζινπίνγκ «χαλύβδωσε» την ηγεμονία του, εξασφαλίζοντας μια ιστορική τρίτη πενταετή θητεία.
Η πολιτική του βρίσκεται ωστόσο τώρα αντιμέτωπη με μείζονες προκλήσεις: από την εν εξελίξει «επέλαση» της COVID-19 στην αχανή χώρα του, έως την επιβράδυνση των ρυθμών ανάπτυξης της δεύτερης μεγαλύτερης οικονομίας του πλανήτη και αναθεωρημένων επί τα χείρω προβλέψεων για το πότε τελικά θα εξασφαλίσει την παγκόσμια πρωτοκαθεδρία.
Σε αυτό το φόντο, ο «δρόμος» για τη διασφάλιση του αδιαμφισβήτητου της ηγεμονίας του -ή και της πιθανής περαιτέρω παράτασής της- δείχνει να περνά με όλο και μεγαλύτερη… ευκρίνεια από την Ταϊβάν.
Η Κίνα τη θεωρεί αναπόσπαστο κομμάτι της επικράτειάς της και ο πρόεδρος Σι έχει καταστήσει σαφές ότι το πάγια ακανθώδες θέμα της «επανένωσης» αποτελεί προτεραιότητα για την προεδρία του. Μια σαφής «κόκκινη γραμμή», για την οποία προτίθεται να προσφύγει στη βία, εάν παραβιαστεί.
Προς επίρρωση -εν μέσω αυξανόμενης γεωπολιτικής αντιπαλότητας στην περιοχή Ασίας/Ειρηνικού και του νέου ψυχροπολεμικού σκηνικού που διαμορφώνεται με άξονα τον πόλεμο στην Ουκρανία- η ένταση στο Στενό της Ταϊβάν χτύπησε και πάλι «κόκκινο» ανήμερα των Χριστουγέννων, όταν η Κίνα προχώρησε στα μεγαλύτερης έως τώρα κλίμακας αεροναυτικά γυμνάσια «κρούσης» γύρω από το αυτοδιοικούμενο νησί.
Κίνηση που ερμηνεύτηκε από πολλούς ως… πρόβα αποκλεισμού, στο πλαίσιο εξεταζόμενων σχεδίων για κινεζική επίθεση και εισβολή.
Αμυντική αναθεώρηση
Σε κάθε περίπτωση, αποτέλεσε σαφή επίδειξη ισχύος και μια «αποφασιστική απάντηση στην τρέχουσα κλιμάκωση και πρόσκληση από τις ΗΠΑ-Ταϊβάν», όπως ανακοίνωσε δια στρατιωτικού εκπροσώπου το Πεκίνο.
Είχε μόλις προηγηθεί η υπογραφή του Αμερικανού προέδρου Μπάιντεν στον νόμο για τις ετήσιες αμυντικές δαπάνες των ΗΠΑ το 2023.
Σε αυτόν, μεταξύ άλλων, η Κίνα χαρακτηρίζεται «στρατηγική πρόκληση» και δίνεται προτεραιότητα στη στήριξη της Ταϊπέι, με την έγκριση βοήθειας ύψους 10 δισεκατομμυρίων δολαρίων στο τομέα ασφαλείας, στρατιωτικά δάνεια 2 δισεκατομμυρίων δολαρίων και επίσπευση των πωλήσεων όπλων στο νησί.
«Όσο η Ταϊβάν είναι αρκετά ισχυρή, θα είναι το σπίτι της δημοκρατίας και της ελευθερίας σε όλο τον κόσμο και δεν θα γίνει πεδίο μάχης», διακήρυξε την Τρίτη η εκλεγμένη πρόεδρος της Ταϊβάν, Τσάι Ινγκ-ουέν.
Σε αυτό το πλαίσιο μάλιστα ανακοίνωσε παράταση της υποχρεωτικής στρατιωτικής θητείας από τέσσερις μήνες που είναι σήμερα, στον ένα χρόνο, με εντατικοποίηση της εκπαίδευσης στα όπλα, συμπεριλαμβανομένων αντιαεροπορικών και αντιαρματικών πυραύλων.
Το νέο μέτρο, διευκρινίστηκε, θα τεθεί σε ισχύ από το 2024: χρονιά κρίσιμων προεδρικών εκλογών στην Ταϊβάν.
Οι τελευταίες ανακοινώσεις της σημερινής ηγεσίας της Ταϊπέι εντάσσονται στο πλαίσιο μιας ευρύτερης αμυντικής αναθεώρησης, με στόχο την ενίσχυση και τον εκσυγχρονισμό των στρατιωτικών δυνατοτήτων του νησιού.
Πρόκειται για βασική γραμμή του νυν κυβερνώντος Προοδευτικού Δημοκρατικού Κόμματος, που στις τοπικές εκλογές του Νοεμβρίου υπέστη βαριά ήττα από το εθνικιστικό νυν αντιπολιτευόμενο κόμμα Κουομιτάνγκ (KMT).
Aν και κυβέρνησε με στρατιωτικό νόμο την de facto αποσχισθείσα Ταϊβάν από το 1949 και για δεκαετίες, υπό την επίσημη ονομασία «Δημοκρατία της Κίνας»- τάσσεται πλέον υπέρ της διατήρησης στενών δεσμών με το Πεκίνο, παρά την ιστορική αντιπαλότητα με τους νικητές του κινεζικού εμφυλίου: τους κομμουνιστές του Μάο Τσετούνγκ.
Πύραυλοι και προκλήσεις
Μοναδικό πια εναπομείναν κομμάτι για να συμπληρωθεί το «παζλ» του Μέσου Βασιλείου -το «κέντρο του κόσμου» κατά την ιστορική θεώρηση της Κίνας- η Ταϊβάν παραμένει στα μάτια των Κινέζων ως υπενθύμιση του «αιώνα της ταπείνωσης» από τις δυτικές δυνάμεις και την αυτοκρατορική Ιαπωνία.
Η εμβάθυνση των ήδη στενών σχέσεων της ηγεσίας του αυτοδιοικούμενου νησιού με τις ΗΠΑ -εν μέσω στρατηγικής ασάφειας της Ουάσιγκτον, παρά την επίσημη πολιτική της περί «μιας Κίνας»- ταράζει για το Πεκίνο κι άλλο τα «νερά».
Επικαλούμενη μάλιστα τον Κανγκ Τσία-Τσεν, απόστρατο υποναύαρχο και πρώην πρόεδρο του Εθνικού Ινστιτούτου Επιστήμης και Τεχνολογίας της Ταϊβάν (NCSIST), η αγγλόφωνη South China Morning Post με έδρα το Χονγκ Κονγκ ανέφερε ότι η Ταϊβάν διαθέτει πλέον πυραύλους μεγάλου βεληνεκούς, ικανούς να πλήξουν μεγάλες κινεζικές πόλεις, θεωρητικά ακόμη και το Πεκίνο ή τη Σαγκάη: μια σημαντική μεταβολή των στρατιωτικών συσχετισμών στα στενά της Ταϊβάν, προς αποτροπή τυχόν μελλοντικής κινεζικής επίθεσης στο νησί.
Σύμφωνα άλλωστε με τον πρώην επικεφαλής του κορυφαίου κατασκευαστή όπλων της Ταϊβάν, σημείο καμπής για αυτή τη στροφή της Ταϊπέι ήταν η μεγάλη κρίση του 1996 στο Στενό της Ταϊβάν.
Σε αυτό το πλαίσιο, γράφει στα απομνημονεύματά του, η Ταϊβάν ανέπτυξε τον υπερηχητικό πύραυλο κρουζ Yung Feng, τον πύραυλο κρουζ κατά χερσαίων στόχων Hsiung Feng 2E -και δη σε δύο παραλλαγές, με επιχειρησιακή εμβέλεια 500 και 1.000 χιλιομέτρων- και τον βαλλιστικό πύραυλο Ba Dan.
Οι ΗΠΑ, αναφέρει ο Κανγκ Τσία-Τσεν, εμπόδισαν την Ταϊβάν να αποκτήσει βασικά εξαρτήματα πυραύλων, την ανάγκασαν να αγοράσει εξαρτήματα των ΗΠΑ και κάποια στιγμή αρνήθηκαν να της πουλήσουν καύσιμα πυραύλων, μέχρι που το νησί κατάφερε να προχωρήσει επιτυχώς στη δική του παραγωγή.
Στη «σκιά» του ουκρανικού
Εκφράζοντας δυσαρέσκεια για καθυστερήσεις στις παραδόσεις όπλων από τις ΗΠΑ φέτος, η πρόεδρος της Ταϊβάν τόνισε την Τρίτη ότι η κατάσταση βελτιώνεται κατόπιν διαβουλεύσεων με την Ουάσιγκτον.
Υπό την ηγεσία της εν τω μεταξύ η ομάδα ασφαλείας στην Ταϊπέι, που περιλαμβάνει υψηλόβαθμους αξιωματούχους από το υπουργείο Άμυνας και το Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας, εντείνει την επανεξέταση των αμυντικών δυνατοτήτων.
Διαδικασία, που βρίσκεται σε εξέλιξη από τις αρχές του 2020, στον απόηχο της τότε νέας επιδείνωσης των σχέσεων με το Πεκίνο, έπειτα από μια περίοδο ενίσχυσης των διμερών οικονομικών, εμπορικών και πολιτιστικών δεσμών.
Έκτοτε στο «ζύγι» της Ταϊπέι έχει μπει και το προηγούμενο της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, δεδομένης της άτεγκτης πολιτικής του Σι απέναντι σε κάθε φωνή αμφισβήτησης στην Κίνα. Και δη στην ημιαυτόνομη επαρχία Σιντζιάνγκ, καθώς και στην ειδική διοικητική περιοχή του Χονγκ Κονγκ.
Μετά δε την επίμαχη επίσκεψη της -απερχόμενης πλέον- προέδρου της Βουλής των Αντιπροσώπων Νάνσι Πελόζι στην Ταϊπέι τον περασμένο Αύγουστο και την οξεία αντίδραση της Κίνας, το υπουργείο Οικονομικών της Ταϊβάν προσπάθησε να καθυσχάσει τους φόβους για την ευπάθεια της 21ης ισχυρότερης οικονομίας στον πλανήτη -εκ των κορυφαίων στον νευραλγικό κλάδο των ημιαγωγών- σε τυχόν παρατεταμένο αποκλεισμό από την Κίνα.
Υπάρχουν επαρκή ενεργειακά αποθέματα, διαβεβαίωσε, για την κάλυψη της κατανάλωσης αργού πετρελαίου για 146 ημέρες. Ως προς την κατανάλωση άνθρακα, η επάρκεια υπολογίζεται στις 39 ημέρες. Στο φυσικό αέριο ωστόσο το χρονικό περιθώριο στενεύει στα μόλις 10-11 24ωρα.
Στο «ζύγι» των… ανισορροπιών
Με την ένταση να παραμένει τον τελευταίο καιρό σε υψηλά επίπεδα με την Ταϊβάν, οι γνώμες διίστανται για τις επόμενες κινήσεις του Πεκίνου.
Ορισμένοι εκτιμούν ότι είναι θέμα χρόνου η εισβολή, μετά τη λήψη και αντίμετρων για απόκρουση τυχόν παρέμβασης των ΗΠΑ και των περιφερειακών συμμάχων τους.
Άλλοι πάντως δεν θεωρούν πιθανό αυτό το εφιαλτικό σενάριο, διαβλέποντας για το επόμενο διάστημα μια κινεζική στρατηγική εναλλασσόμενων πιέσεων και μερικής χαλάρωσης του κλοιού στην Ταϊπέι, με εργαλειοποίηση της εξωτερικής απειλής από πλευράς του Σι, χωρίς να κατηγορηθεί για ενδοτισμό.
Το μόνο σίγουρο είναι ότι παρακολουθεί στενά την εξέλιξη του πολέμου στην Ουκρανία, «ζυγίζοντας» τις οικονομικές επιπτώσεις του -συμπεριλαμβανομένων των κυρώσεων- και την ενότητα της Δύσης, στο φόντο ενός εκκολαπτόμενου εμπορικού «πολέμου» μεταξύ ΗΠΑ και ΕΕ.
Στο μεσοδιάστημα το Πεκίνο εντείνει την εμβάθυνση της οικονομικής διείσδυσής του ανά τον πλανήτη, συσφίγγοντας τους δεσμούς ακόμη και με μέχρι πρότινος παραδοσιακούς συμμάχους των ΗΠΑ, την ώρα που η Ουάσιγκτον επιχειρεί να βάλει «φρένο» στην τεχνολογική εξέλιξη του βασικού της αντιπάλου, με την επιβολή σαρωτικών περιορισμών στις αμερικανικές εξαγωγές υψηλής τεχνολογίας ημιαγωγών στην Κίνα: βασικού προϊόντος a propos της Ταϊβάν.
in.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου