Εάν κανείς ρίξει μια ματιά στις δηλώσεις των αξιωματούχων των δυτικών χωρών με αφορμή τη συμπλήρωση ενός έτους από την έναρξη του πολέμου στην Ουκρανία, θα διαπιστώσει δύο στοιχεία.
Το πρώτο είναι ο τόνος ότι προέχει είναι η κλιμάκωση της προσπάθειας να νικήσει η ουκρανική πλευρά και να ηττηθεί η ρωσική.
Ένας τόνος που μεταφράζεται σε θέση υπέρ της συνέχισης του πολέμου μέχρις ότου νικήσει η Ουκρανία και απωθηθούν οι ρωσικές ένοπλες δυνάμεις. Συνέχιση χωρίς κάποιο ξεκάθαρο χρονικό ορίζοντα: «Είμαστε μαζί σας, για όσο καιρό χρειαστεί», έγραψε στο twitter χαρακτηριστικά η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. Σε ανάλογο τόνο και ο πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου Σαρλ Μισέλ που έγραψε ότι η «η ΕΕ στάθηκε στο πλάι του λαού της Ουκρανίας . Θα συνεχίσουμε να το κάνουμε και η Ουκρανία θα λάμψει ξανά». «Η Ουκρανία δεν θα γίνει ποτέ μια νίκη για τη Ρωσία. Ποτέ» έγραψε από τη μεριά του ο πρόεδρος Μπάιντεν. «Θα συνεχίσουμε να προσφέρουμε τους ζωτικούς πόρους που χρειάζεται η Ουκρανία, για όσο χρειαστεί».Τι σημαίνει τελικά «ήττα της Ρωσίας»;
Όλα αυτά έχουν να κάνουν με τον τρόπο που σήμερα ο πόλεμος στην Ουκρανία αντιμετωπίζεται από τις δυτικές δυνάμεις κυρίως ως ένας τρόπος να «ηττηθεί η Ρωσία». Δηλαδή, όλα τα ζητήματα που έχουν προκύψει, η μεταπολεμική διαρρύθμιση, η ανοικοδόμηση, η επανόρθωση της αδικίας που υπέστη η Ουκρανία, θεωρείται ότι μπορούν να περάσουν μόνο μέσα από μια καθαρή ήττα της Ρωσίας στις πολεμικές επιχειρήσεις.
Παρότι δεν προσδιορίζεται η έννοια της ήττας με σαφήνεια, καθώς οι δυτικές χώρες αποφεύγουν κατά κύριο λόγο να υιοθετήσουν τον ουκρανικό ορισμό της ήττας της Ρωσίας, που είναι η αποχώρηση των ρωσικών δυνάμεων από όλες τις περιοχές που κατέχουν, συμπεριλαμβανομένης της Κριμαίας, εντούτοις είναι σαφές ότι μιλούν για ήττα.
Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η ήττα δεν επιδιώκεται μόνο ως μέσο προς διόρθωση της αδικίας, αλλά και σχετίζεται με μια συνολικότερη τοποθέτηση απέναντι στη Ρωσία ως μια δύναμη που αποτελεί απειλή, που λειτουργεί αποσταθεροποιητικά, που υπονομεύει τη σταθερότητα στην Ευρώπη. Αυτή η διάσταση εξηγεί επίσης το γιατί υπάρχει μια έμφαση στην «ήττα της Ρωσίας».
Αυτό, προφανώς δεν έχει να κάνει με αυτό που αναπαράγει η ρητορική της Μόσχας, δηλαδή κάποιου είδους εχθρότητα της Δύσης απέναντι στο ρωσικό πολιτισμό. Πολύ περισσότερο έχει να κάνει, ιδίως ως αφετηρία, με το ότι οι ΗΠΑ ούτως ή άλλως δεν ένιωθαν άνετα με το να υπάρχει μια χώρα, με χαρακτηριστικά ως προς τα αμυντικά συστήματα υπερδύναμης, που διεκδικούσε να έχει μια διακριτή εξωτερική πολιτική και βεβαίως.
Δεν είναι τυχαίο το πώς πλέον η Ρωσία αντιμετωπίζεται ως απειλή και σε επίπεδο Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας των ΗΠΑ ή στρατηγικής του ΝΑΤΟ, ή το γεγονός ότι διατυπώνονται τοποθετήσεις για το πώς η Ρωσία απειλεί συνολικά την Ευρωπαϊκή ασφάλεια. Στο ίδιο πνεύμα και οι απόψεις ότι αυτό που χρειάζεται είναι μια στρατηγική «ανάσχεσης» (containment) της Ρωσίας κατά τον τρόπο που ύστερα από περίφημο τηλεγράφημα του Τζορτζ Κέναν, τότε πρέσβη των ΗΠΑ στη Μόσχα, τον Φεβρουάριο του 1946, η αμερικανική εξωτερική πολιτική και πολιτική άμυνας έθεσε ως βασική προτεραιότητα την ανάσχεση της ΕΣΣΔ.
Όμως, όπως είναι εύκολα αντιληπτό, μια τέτοια προσέγγιση, αναγκαστικά φορτίζει τον τρόπο που η Δύση αντιλαμβάνεται τον πόλεμο στην Ουκρανία και εξηγεί αυτή την τόσο μεγάλη υποστήριξη και ουσιαστικά εμπλοκή, έστω και εάν αποφεύγει την «άμεση συμμετοχή».
Τι σημαίνει το «όσο χρειαστεί»;
Βεβαίως το ερώτημα είναι τι σημαίνει το όσο χρειαστεί. Και αυτό γιατί είναι σαφές ότι ακόμη και με ακόμη μεγαλύτερη εξοπλιστική ενίσχυση δεν δείχνει τόσο εύκολο και κυρίως γρήγορο το ενδεχόμενο η Ρωσία να υποχρεωθεί σε μια μείζονα υποχώρηση. Αντιθέτως, όλα δείχνουν ότι πάμε για έναν συνεχιζόμενο πόλεμο φθοράς, με τις δύο πλευρές να επιμένουν στον αμοιβαίο βομβαρδισμό, την προσπάθεια πληγμάτων σε υποδομές με πυραυλικές επιθέσεις, και αιματηρές μάχες για μικρής έκταση στρατηγικά σημεία, όπως είναι αυτές για την κατάληψη αστικών κέντρων, και όπου η Ουκρανία ελπίζει να αρχίζει να αξιοποιεί σταδιακά τα νέα άρματα μάχης που παραλαμβάνει και η Ρωσία την πλήρη ενσωμάτωση του δυναμικού της μερικής επιστράτευσης.
Όλα αυτά δεν παραπέμπουν σε μια εύκολη λήξη του πολέμου, χωρίς κάποια πολιτική απόφαση ή πρωτοβουλία σε αυτή την κατεύθυνση. Πιο πολύ παραπέμπουν σε μια σύγκρουση που θα συνεχιστεί, σε πρώτη φάση με κλιμακούμενη ένταση και που στην καλύτερη περίπτωση απλώς θα «παγώσει» με διαρκείς αναφλέξεις.
Την ίδια στιγμή μια παράταση του πολέμου δεν αυξάνει μόνο το κόστος σε ζωές – με δεδομένο ότι στην πράξη και οι δύο πλευρές στηρίζονται στην αντίληψη της κινητοποιήσεις μεγάλων αριθμών με αποδοχή του ενδεχομένου απωλειών – αλλά και τον κίνδυνο ακόμη μεγαλύτερης ανάφλεξης. Και βέβαια η πίεση για να αναβαθμιστούν ακόμη περισσότερο τα οπλικά συστήματα των ουκρανικών δυνάμεων, από ένα σημείο και μετά κάνει τη διάκριση μεταξύ άμεσης δυτικής εμπλοκής και απλής υποστήριξης δυσδιάκριτης, πράγμα που φέρνει πιο κοντά το ενδεχόμενο μιας «άμεσης» αντιπαράθεσης ανάμεσα σε ρωσικές και δυτικές δυνάμεις, που θα σήμαινε μια τελείως διαφορετική εξέλιξη, καθώς εδώ αρχίζει να διαφαίνεται στον ορίζοντα και το ενδεχόμενο της χρήσης πυρηνικών όπλων.
Η δυσκολία της «ειρηνευτικής διαδικασίας»
Τα παραπάνω εξηγούν γιατί δείχνει δύσκολο να υπάρξει σήμερα μια ειρηνευτική διαδικασία με δυτική πρωτοβουλία. Και αυτό σε τέτοιες περιπτώσεις η διαδικασία της ειρήνευσης σημαίνει και κάποιου είδους συμβιβασμό, απαιτεί κάποιου τύπου αμοιβαίες παραχωρήσεις. Δηλαδή, πλέον στην Ουκρανία δείχνει δύσκολο να μπορούμε να γυρίζουμε στην συνθήκη πριν τον πόλεμο ή ακόμη περισσότερος τη συνθήκη πριν από το 2014.
Όμως, την ίδια στιγμή σχεδόν καμία πλευρά δεν αναζητά την αναζήτηση ενός συμβιβασμού που να μπορεί να εξασφαλίσει μια μεσοπρόθεσμη ειρήνη. Το ίδιο το γεγονός ότι κάποιου τύπου «ήττα της Ρωσίας» αποτελεί στοιχείο του δυτικού σχεδιασμού γενικότερα και όχι στενά σε σχέση με τον πόλεμο κάνει τα πράγματα χειρότερα, καθώς εκτός των άλλων επιτείνει την πίεση για ακόμη μεγαλύτερη εξοπλιστική βοήθεια και παράταση του πολέμου, παρότι ήδη υπάρχουν φωνές που επισημαίνουν τα πολλαπλά προβλήματα από μια παράταση του πολέμου.
Και το πρόβλημα είναι ακριβώς ότι εντός αυτού του αναδυόμενου «μεταψυχροπολεμικού κόσμου», με τις νέες διαχωριστικές γραμμές και αντιθέσεις, διαμορφώνονται όχι μόνος στρατηγικές αλλά και τρόποι σκέψης και πρόσληψης της πραγματικότητα που δεν επιτρέπουν τόσο εύκολα την αντιμετώπιση τέτοιων συγκρούσεων με όρους συμβιβασμών. Στην καλύτερη περίπτωση μιλάμε έναν τρόπο σκέψης που μπορεί να φτάσει μέχρι του σημείου μιας «παγωμένης» σύγκρουσης (με ενεργές κυρώσεις κ.λπ.) εν αναμονή αναζωπύρωσης.
in.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου