Κριτική από τον Άκη Καπράνο
Δεν απουσιάζουν οι πρεμιέρες με ηχηρά ονόματα αυτή την εβδομάδα, όμως η καλύτερη ταινία έρχεται από τη Γαλλία, και δεν έχουν ακουστεί πολλά γι’ αυτήν εδώ – σε αντίθεση με τη χώρα προέλευσης της, όπου έσκισε. «Το ζωικό βασίλειο» είναι μόλις η δεύτερη ταινία του Τομά Κελεΐ, και διαδραματίζεται κάπου στο όχι-και-τόσο-μακρινό μέλλον, όπου ένας παράξενος ιός μεταμορφώνει σταδιακά τους ανθρώπους σε ζώα. Ένα από τα θύματα αυτής της νόσου είναι και η σύζυγος του Φρανσουά, η οποία και μεταφέρεται αμέσως σε μία από τις κεντρικές ιατρικές μονάδες που πασχίζουν να κατανοήσουν το φαινόμενο. Ο δεκαεξάχρονος γιός τους, ο Εμίλ – που περνάει μια, ούτως ή άλλως δύσκολη εφηβεία – ξεκινά μαζί με τον πατέρα του ένα ταξίδι αναζήτησης της, και αυτό που προκύπτει είναι ένα πολύ παράξενο υβρίδιο ταινίας ενηλικίωσης και επιστημονικής φαντασίας. Πιο παράξενο ακόμα, είναι το ό,τι λειτουργεί στην εντέλεια: Τα ειδικά εφέ συναγωνίζονται άνετα τις κορυφές του Χόλιγουντ, και οι σκηνές δράσης είναι γυρισμένες και μονταρισμένες με αξιοθαύμαστη αποτελεσματικότητα αλλά, την ίδια στιγμή, στον τρυφερό πυρήνα της ταινίας φωλιάζει μια ευαισθησία που παραπέμπει ακόμα και στο «Αγρίμι» του Φρανσουά Τριφό. Πιστέψτε με, δεν έχετε ξαναδεί κάτι τέτοιο – και, αυτή τη φορά, το γράφω για καλό.
Τίποτα δε μοιάζει να φρενάρει τον Γιώργο Λάνθιμο, ο οποίος με τις του στήνει, ουσιαστικά, τρεις ταινίες σε μία, σε μια νέα συνεργασία με το σεναριογράφο Ευθύμη Φιλίππου, με τον οποίο είχε υπογράψει, μεταξύ άλλων, τον «Κυνόδοντα» και τις «Άλπεις» – την τελευταία (μέχρι τώρα) ελληνόφωνη ταινία του. Στις «Άλπεις», μια μυστική «σέκτα» αντικαθιστά με μέλη της τα νεκρά προσφιλή πρόσωπα των πελατών της – μια αλληγορία πάνω στην ανάγκη του να ανήκεις κάπου που εδώ ο Λάνθιμος ξαναπιάνει, για να την επεκτείνει σε τρεις διαφορετικές ιστορίες με τους ίδιους πρωταγωνιστές (Έμα Στόουν, Τζέσι Πλέμονς, Γουίλεμ Νταφόε). Στην πρώτη, ένας άνδρας που βρίσκεται υπό τον απόλυτο έλεγχο του αφεντικού του προσπαθεί να ανακτήσει τον έλεγχο της ζωής του, στη δεύτερη ένας αστυνομικός θεωρεί πως η γυναίκα του έχει αντικατασταθεί από ένα πλάσμα που της μοιάζει, και στην τρίτη, μια γυναίκα αναζητά έναν συγκεκριμένο άνθρωπο με μια ιδιαίτερη ικανότητα, που προορίζεται για μέγας πνευματικός ηγέτης. Πρέπει να έπαιρνε τουλάχιστον δέκα χρόνια στον σκηνοθέτη να γυρίσει αυτές τις ιστορίες σε τρεις αντίστοιχες ταινίες στην Ελλάδα. Στην Αμερική, τις χώρεσε όλες σε μία, και το έκανε μέσα σε λίγες εβδομάδες γυρισμάτων. Του το δίνεις αυτό. Μάλλον θα αντιληφθήκατε πως ο σκηνοθέτης επιστρέφει στο μινιμαλιστικό, «Λανθιμικό» σύμπαν των πρώτων ταινιών του. Ήθελα να γράψω «αντισυμβατικό» αντί για «Λανθιμικό», αλλά πλέον το ύφος του είναι αναγνωρίσιμο – άρα υπηρετεί και αυτό τις συμβάσεις του. Αυτό το τελευταίο ενδέχεται να είναι και το μεγαλύτερο πλεονέκτημα του: Το κοινό είναι πια σε θέση να συγχρονιστεί με αυτό το ιδιόμορφο, σαρκοβόρο μαύρο χιούμορ. Και μη σας τρομάζει η διάρκεια – ακόμα κι εγώ που είμαι γκρινιάρης με αυτά, ούτε που κατάλαβα πως πέρασε η ώρα.
Βγαίνει και η «Furiosa», το νέο έπος του Τζορτζ Μίλερ, και έχω την αίσθηση πως άργησε λίγο. Μιλάμε για την ταινία που διαδέχεται το «Mad Max: Fury Road», ένα φιλμ που, για το σινεμά δράσης, είναι μάλλον ό,τι και ο Πύργος του Άιφελ για την σύγχρονη αρχιτεκτονική, έτσι όπως χρησιμοποίησε την τεχνολογική πρόοδο για να εξελίξει την κινηματογραφική γλώσσα, οδηγώντας παράλληλα το είδος σε μια νέα εποχή. Εδώ, ο Μίλερ το πάει πιο παραδοσιακά, αφηγούμενος την ιστορία της νεαρής Φουριόζα, που πέφτει από παιδί στα χέρια της μεγάλης Ορδής Μηχανόβιων με επικεφαλής τον πολέμαρχο Ντεμέντους – τον φονιά της μητέρας της. Έχουμε δηλαδή άλλη μια ιστορία εκδίκησης, όπως ακριβώς και στην πρώτη ταινία, με τα φύλα αντεστραμμένα. Η πρώτη διαφορά αφορά στην αφήγηση: Το φιλμ είναι μεγαλεπίβολο, μια περιπέτεια επικών διαστάσεων, που δε «τρέχει» με τη λύσσα του «Fury Road» καθώς οι ρυθμοί της έχουν και κάτι από γουέστερν, ενώ το ερημικό τοπίο παραμένει ο πραγματικός πρωταγωνιστής, όσο κι αν σε αποσυντονίζουν τα ψηφιακά ειδικά εφέ, που εδώ δυστυχώς δε δένουν οργανικά με το κινηματογραφημένο υλικό, όπως στο προηγούμενο φιλμ. Όχι πως δεν υπάρχουν κι εδώ στιγμές πραγματικής κινηματογραφικής έμπνευσης: Ο Μίλερ παραμένει πιστός στην κουλτούρα των κόμικ που τον ενέπνευσε εξ’ αρχής, και το δέος είναι δεδομένο. Φεύγοντας από το σινεμά όμως, κουβαλάς αυτή την αίσθηση ενός καθυστερημένου momentum: Αμφιβάλει κανείς πως, μετά την εμπορική αποτυχία της ταινίας, ο μόνος τρόπος για να αναβιώσει το franchise είναι η επιστροφή του Μελ Γκίμπσον;
naftemporiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου