Γιώργος Σ. Κουλουβάρης • gkoul@naftemporiki.gr
Μακάρι να μπορούσα να μιλήσω για τον Διονύση Σαββόπουλο. Μακάρι να μπορούσα να τον περιγράψω, να τον αναλύσω… Μα, γράφτηκαν και ειπώθηκαν, τώρα και στο παρελθόν, τόσα· αναλύσεις της καλλιτεχνικής διαδρομής, των πολιτικών και κοινωνικών προεκτάσεων της παρουσίας και της δημιουργίας του. Μίλησαν για αυτόν άνθρωποι κοντινοί, μέλη της οικογένειάς του, στενοί συνεργάτες -συνοδοιπόροι στο βάθος του χρόνου.
Μα…μίλησε και ο ίδιος για τον εαυτό του· και μέσα από τα τραγούδια του και μέσα από την αυτοβιογραφική του κατάθεση («Γιατί τα χρόνια τρέχουν χύμα», εκδ. Πατάκη, 2025)· κι αυτή η θαρραλέα «λέξις» του, θα μπορούσε, δικαιωματικά, να είναι και η τελευταία της «κουβέντας»…
1964, Θεσσαλονίκη.Σταματώντας στο κεφάλαιο «Η ζωή με τους μουσικούς», μεταξύ άλλων μας λέει: «Δεν μπορείς να γίνεις μουσικός αν δεν το ’χεις μέσα σου, γι’ αυτό και κακός μουσικός δεν υπάρχει. Σαν άνθρωπος, βέβαια, δεν ξέρω… Μπορεί ένας μουσικός να ’ναι ψυχρός κι ανάποδος -κι όμως, μόλις αρχίζει να παίζει, μεταμορφώνεται! Αυτά μας κάνει η τέχνη. Ανθρωπάκια είμαστε κι εμείς: κομπλεξικά, ανασφαλή, με πληγωμένο “εγώ”, ενίοτε φθονερά και μωροφιλόδοξα. Κι όμως, μόλις αρχίσουμε να παίζουμε κάτι ή να τραγουδάμε, ισορροπούμε, καλυτερεύουμε, θαρρείς και ομορφαίνουμε. Αν, μάλιστα, βγούμε πάνω στο φωταγωγημένο πάλκο, μπροστά στον κόσμο, κι ακούμε καθαρά από τα μόνιτορ και τα ηχεία, τότε είναι σαν να ανεβαίνουμε ένα μέτρο απ’ το σανίδι.
Όσο περιμένουμε στα παρασκήνια πίσω απ’ την κουρτίνα, λίγο πριν βγούμε, είμαστε όλο άγχος και στρες, σαν τον αλεξιπτωτιστή λίγο πριν ριχτεί στο κενό. Αλλά μόλις αρχίσουμε να παίζουμε και να τραγουδάμε, είμαστε κιόλας στα σύννεφα, πιασμένοι χέρι χέρι, με τα αλεξίπτωτά μας ανοιγμένα.
1966. Το πρώτο του video clip. Στην κάμερα ο Πανουσόπουλος και δίπλα του ο Μαστοράκης. Ήταν φαντάροι τότε.Στις πρόβες είναι το παλούκι. Στην αρχή είναι χαρούμενα κι ωραία, αλλά εκεί κοντά στο τέλος είναι κόλαση. Γιατί αυτό είναι η κόλαση: η αμορφία. Εκεί που κοντεύει πια να πάρει μορφή ένα πράγμα και λαχανιάζεις και δεν βγαίνει. Η κόλαση της αμορφίας. Νιώθεις απόγνωση.
Να με συγχωρούν οι συνάδελφοι, αν κάποιες φορές τους έβαλα τις φωνές στην πρόβα, αν τους αδίκησα ή αν τους πρόσβαλα ποτέ. Δεν το ’θελα. Πνιγόμουν απ’ τη λαχτάρα μου γι’ αυτό που ετοιμάζαμε».

Για όλα αυτά που ετοίμασε, έχει πάντα θέση στη μνήμη, τη ζωή, σε εκείνα που έχω πίσω· και σε όσα έρχονται. Και, τελικά, είναι τόσο έντονο ότι μίλησε εκείνος πολύτροπα και πληθωρικά για τον εαυτό του -τον έναν και τους πολλούς, και για άλλα τόσα πολλά. Και συνεχίζει να μιλά…· στροβιλίζεται αεικίνητα σε λέξεις και ήχους και κυρίως, και στο κέντρο όλων, των μικρών και των μεγάλων, στα αυτιά μου ακούγεται να μιλά κι άλλο κι άλλο κι άλλο… για εκείνο που… «…στην καρδιά μας στη ματιά μας, τρώει τα χείλη τρώει το νου/ όταν θα ’χουμε υποφέρει καλημέρα θα μας πει/ θα μας φύγει θα ξανάρθει κι όλο πάλι απ’ την αρχή…»
naftemporiki.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου