Κριτική από τον Άκη Καπράνο
Δεν είναι μόνο τα anime, οι ταινίες με τον Γκοτζίλα και τα έπη του Ακίρα Κουροσάβα που έχουν αφήσει ένα βαθυ χνάρι στο παγκόσμιο συντακτικό του κινηματογράφου, αλλά και το σινεμά του Γιασουχίρο Όζου, που εστίασε σε απλές, καθημερινές και ανθρώπινες στιγμές, αναδεικνύοντας τες σε καθολικά συναισθηματικά βιώματα – ή καλύτερα, εντοπίζοντας ακόμα και την ποιητική τους διάσταση.
Και την παράδοση του μοιάζει να ακολουθά η Τσίε Χαγιακάβα με το “Ρενουάρ”, ένα λεπτεπίλεπτο και τρυφερό δράμα πάνω στην ενηλικίωση, μέσα από την περίτεχνη ιστορία ενός μικρού κοριτσιού ονόματι Φούκι με πατέρα ετοιμοθάνατο, μια τραγωδία που η μικρή ηρωίδα μας μπορεί να αντιμετωπίσει μονάχα με τα όπλα της ηλικίας της, δηλαδή τη φαντασία. Καθώς λοιπόν το κορίτσι αυτό ανακαλύπτει σιγά – σιγά τον κόσμο (ενίοτε και σε σκηνές που μας κόβουν την ανάσα), η Χαγιακάβα συνθέτει μια ταινία σχεδόν ιμπρεσιονιστική, αν και αυτή δεν είναι η μόνη σύνδεση που γίνεται με τον τίτλο της. Και αυτό γιατί το “Πορτρέτο της δεσποινίδας Ιρέν Καέν”, φημισμένο έργο του διάσημου ζωγράφου, ήταν εξαιρετικά δημοφιλές στα Ιαπωνικά σπίτια τη δεκαετία του ’80 – και μάλιστα ήταν ένα από τα δώρα που έκανε ο πατέρας της σκηνοθέτιδας στην ίδια. Στον πυρήνα του δράματος λοιπόν, ένα έργο τέχνης που γίνεται επίσης σύμβολο της σύνδεσης της Φούκι με τον πατέρα της, με τη σκηνοθέτιδα να αποτυπώνει το προσωπικό και το καθολικό σε μία μονάχα εικόνα. Λίγες πρόσφατες ταινίες θυμόμαστε που αποτυπώνουν τόσο απτά την αμηχανία και την εύθραυστη χάρη αυτής της αβέβαιης ηλικίας – με την εφηβεία να πλησιάζει, και την παιδικότητα να επιμένει.

Στο αλλόκοτο “Misericordia” του Αλέν Γκιροντί, ένας νεαρός άντρας επιστρέφει στη γενέτειρά του για την κηδεία του πρώην αφεντικού του, του φούρναρη του χωριού, μια επιστροφή που εξελίσσεται σταδιακά σε μια δίνη παραδοξότητας, αιματηρών μυστηρίων και απρόσμενων σεξουαλικών εξελίξεων. Σκέφτεσαι λίγο τον Φρανσουά Οζόν, άλλο τόσο και τον Πιέρ Πάολο Παζολίνι του “Θεωρήματος” (η σύγκρουση σεξουαλικότητας και ηθικής), όμως ο Γκιροντί ακολουθεί εντέλει έναν προσωπικό δρόμο, όπου τα κίνητρα των χαρακτήρων μοιάζουν να σε διαψεύδουν σχεδόν σε κάθε σεκάνς, ολοκληρώνοντας ένα ιντριγκαδόρικο ψηφιδωτό με φόντο την Γαλλική επαρχία που μπλέκει τραγωδία, θρίλερ και μαύρη κωμική χροιά, καλύπτωντας τα με ένα πέπλο σιωπηλού υπαρξισμού. Ταινία απαιτητική μεν, συναρπαστική δε.

Η Ρόουζ Μπερν δίνει ρέστα στο φρενήρες δράμα “Αν είχα πόδια, θα σε κλωτσούσα”, παραγωγή της Α24, γνωστής για το βήμα που δίνει σε δημιουργούς που το Χόλιγουντ αγνοεί. Η Μαίρη Μπρόνστιν σκηνοθετεί αγχωτικά τα ιλλιγιώδη 24ωρα μιας ψυχολόγου που ζει σε απάνθρωπους ρυθμούς: το παιδί της, δίχως να είναι ανορεξικό, δυσκολεύεται να τραφεί, η ίδια συναναστρέφεται ασθενείς που βιώνουν τα ίδια και χειρότερα με εκείνη, ο κλοιός ολοένα και σφίγγει και εκείνη ταλανίζεται ανάμεσα στην ενοχή και την ευθύνη. Μια μεγάλη τρύπα στο ταβάνι του σπιτιού της γίνεται η μεταφυσική χοάνη της απελπισίας της, στις μικρές ανάσες του φιλμ που όμως δε σε βυθίζει σ’ αυτήν: Το φινάλε της με βρήκε με ένα χαμόγελο. Το εκτιμάς αυτό.
Αντίθετα, αν και φίλος του Φανταστικό, μόνο μερικές εικόνες βρήκα να εκτιμήσω στο “Keeper” του βαθύταρα υπερτιμημένου Οζ Πέρκινς, όπου μια γυναίκα που φεύγει με τον σύντροφο της σε ένα απόμακρο εξοχικό, έρχεται αντιμέτωπη, πρώτα με παράξενα οράματα, και μετά με αληθινά φρικώδη τέρατα. Υπάρχουν εδώ μέσα κάποιες πραγματικά τρομακτικές εικόνες (που όμως όλες οφείλουν την ύπαρξη τους στον ασιατικό τρόμο), αλλά το σενάριο είναι τόσο κακογραμμένο που αναρωτιέσαι γιατί προωθείται τόσο αυτός ο τύπος. Μπορώ να σκεφτώ τουλάχιστον δέκα ονόματα σκηνοθετών του είδους, σήμερα, που είναι κλάσεις ανώτεροι του.
naftemporiki.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου