Γιατί οι πολιτικοί αισθάνονται την ανάγκη, αραιά αλλά σταθερά, να κάνουν επίκληση στην αυθεντία μεγάλων φιλοσόφων για να υποστηρίξουν τα επιχειρήματα τους;
Το απλό αυτό ερώτημα μετατρέπεται σε σοβαρό αναλυτικό πρόβλημα εάν αναλογιστεί κανείς ότι από αρχαιοτάτων χρόνων η βασική κατηγορία που εξαπολύεται εναντίον της φιλοσοφίας είναι ακριβώς εκείνη του αναχωρητισμού, της απόσυρσης ή της αποστασιοποίησης από τα κοινά και μιας κατά το μάλλον ή το ήττον αιθεροβασίας που δεν συνάδει με τον πρακτικό και πραγματικό κόσμο της πολιτικής.
Το ζήτημα προέκυψε σχεδόν αβίαστα διαβάζοντας την πρόσφατη ανάρτηση που έκανε στο Facebook ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας για τα θύματα της Marfin, έξι χρόνια μετά το τραγικό περιστατικό. Σε αυτήν, ο Κυριάκος Μητσοτάκης παραπέμπει στη γερμανο-εβραία θεωρητικό Χάνα Άρεντ και τη θεωρία περί της “κοινοτοπίας του κακού” προκειμένου να υποστηρίξει το επιχείρημα ότι στη μνημονιακή μας καθημερινότητα η εξαίρεση μετετράπη σε κανονικότητα και η βία έγινε κάτι τετριμμένο, ένα φαινόμενο που όχι απλώς δεν προκαλεί πλέον έκπληξη ή αντίδραση αλλά περιβάλλεται με τον μανδύα του φυσιολογικού.
Ο κ. Μητσοτάκης δεν είναι βεβαίως ο μόνος αρχηγός κόμματος με “φιλοσοφικές ανησυχίες”. Δύο ημέρες μετά την δραματική, 17ωρη Σύνοδο Κορυφής της 13ης Ιουλίου 2015, ο Αλέξης Τσίπρας θα αναφερθεί στον γάλλο μαρξιστή φιλόσοφο Λουί Αλτουσέρ. Κατά τη διάρκεια συνέντευξής του στην κρατική τηλεόραση, και σε μια προσπάθεια να υποστηρίξει ότι παρά την υπογραφή της συμφωνίας τίποτα δεν έχει ακόμη τελειώσει ή κριθεί για την κυβέρνηση της Αριστεράς ανέφερε την ακόλουθη φράση: “Η ιστορία έχει πολλές στροφές και διαρκεί πολύ, όπως έλεγε και ο Αλτουσέρ”.
Φράσεις και παραφράσεις
Επειδή στην πολιτική τίποτα δεν είναι τυχαίο, θα πρέπει να εξετάσουμε με μεγάλη προσοχή τις φιλοσοφικές αυτές αναφορές. Και αυτό διότι και οι δύο εμφανίζουν ορισμένα κοινά στοιχεία.Πρώτον, ενώ διατυπώθηκαν με προφανή στόχο να καταδείξουν ότι τα υποκείμενα της εκφοράς τους —ο κ. Τσίπρας και ο κ. Μητσοτάκης— έχουν ευρύτερες γνώσεις και διερωτήσεις που εκτείνονται μέχρι τα δύσβατα και μοναχικά μονοπάτια του φιλοσοφικού στοχασμού, και οι δύο αναφορές “πάσχουν” από ολισθήσεις της γλώσσας. Στη μεν περίπτωση του κ. Τσίπρα, η υποτιθέμενη φράση του Αλτουσέρ παρατίθεται λανθασμένα καθώς ο γάλλος φιλόσοφος ουδέποτε είπε ότι “η ιστορία διαρκεί πολύ”. Αντιθέτως, υποστήριξε ότι “το μέλλον διαρκεί πολύ”, φράση που αποτελεί και τον τίτλο του τελευταίου αυτοβιογραφικού βιβλίου που έγραψε μετά τη δολοφονία της γυναίκας του και τον εγκλεισμό του στο ψυχιατρείο. Στη δε περίπτωση του κ. Μητσοτάκη, στην αρχική ανάρτηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, γινόταν λόγος για “κοινοτυπία του κακού”, φράση η οποία εσπευσμένα διορθώθηκε μόλις έγινε αντιληπτό ότι πρόκειται για αδόκιμο όρο που βασίζεται στην αντικατάσταση του δεύτερου συνθετικού “τόπος” από το “τύπος”. Όσοι είχαν την ευκαιρία να δουν τη σχετική ανάρτηση σε πραγματικό χρόνο μπορούν να βεβαιώσουν τα ανωτέρω.
Δεύτερον και σπουδαιότερον, οι ανωτέρω αναφορές επιχειρούν να ενεργοποιήσουν έναν τρόπο πειθούς που είναι γνωστός ως επίκληση στην αυθεντία. Σε αυτόν τον τρόπο επιχειρηματολογίας, το ρητορικό αποτέλεσμα προκύπτει όχι μόνο από το περιεχόμενο της επικαλούμενης ρήσης αλλά και —αν όχι κυρίως— από το όνομα και το κύρος του συγγραφέα και εμπνευστή της. Προσοχή, λοιπόν, στο σημαίνον και όχι μόνο στο σημαινόμενο. Και στις δύο περιπτώσεις περι ων ο λόγος, οι συγγραφείς αποτελούν σύμβολα μιας συγκεκριμένης στάσης και θέσης και, συνεπώς, η επίκλησή τους είχε συγκεκριμένη και καθαρά πολιτική στόχευση. Η στόχευση αυτή μπορεί να κατανοηθεί πλήρως μόνο εφόσον οι ανωτέρω αναφορές ενταχθούν στα συμφραζόμενα του πολιτικού momentum που διατυπώθηκαν και στο πλαίσιο συγκεκριμένων πολιτικών αναγκών της συγκυρίας.
Ο Αλτουσέρ ως διάψευση της διάψευσης
Ο Τσίπρας χρησιμοποίησε την αναφορά στον Αλτουσέρ δύο μέρες αφότου υπέγραψε μια συμφωνία με την οποία ουσιαστικά ακύρωνε το συντριπτικό αποτέλεσμα ενός δημοψηφίσματος. Η συμφωνία αυτή είχε ως συνέπεια μια διπλή διάψευση. Πρώτον, διάψευση του βασικού πολιτικού επιχειρήματος με το οποίο ο ΣΥΡΙΖΑ ανήλθε στην εξουσία. Ότι, δηλαδή, είναι δυνατόν, στην παρούσα φάση, να παραμείνει η χώρα στην ευρωζώνη χωρίς να εφαρμόζει πολιτικές λιτότητας. Δεύτερον, διάψευση μιας γενικότερης και βαθύτερης στρατηγικής που σημάδεψε την πορεία του ευρωκομμουνιστικού ρεύματος στην μεταπολίτευση, ότι, δηλαδή, είναι δυνατόν να αλλάξεις προς το ριζοσπαστικότερον την Ευρώπη “από τα μέσα”.Ακριβώς, λοιπόν, τη στιγμή που, κατά γενική ομολογία, η κυβερνώσα Αριστερά “προέδιδε” τον ριζοσπαστισμό της, εμφανίζεται ο Λουί Αλτουσέρ. Ο Αλτουσέρ κατέχει μια περίεργη —και σίγουρα μοναδική θέση— εντός του ΣΥΡΙΖΑ. Αποτελεί κάτι σαν το “ιερό τέρας” της μαρξιστικής θεωρίας. Για τους αμύητους, ο γάλλος φιλόσοφος κατάφερε τη δεκαετία του 1960 να δώσει μια πρωτοφανή ώθηση και αναζωογόννηση στην μαρξιστική σκέψη, μπολιάζοντάς την με σύγχρονα ρεύματα των κοινωνικών και ανθρωπιστικών επιστημών όπως ο στρουκτουραλισμός και η λακανική ψυχανάλυση. Η επίκληση ενός συμβόλου της Αριστεράς για να δικαιολογηθεί μια τόσο αμφιλεγόμενη πολιτική επιλογή έχει μια διπλή στοχοθεσία.
Απέναντι στην πρώτη διάψευση, ο Αλτουσέρ λειτουργεί σαν παυσίπονο ή παυσίλυπο. Η επιβεβαίωση ότι οι “ήρωές” μας είναι ακόμη οι ίδιοι —παρότι οι επιλογές μας δεν είναι— απαλύνει κάπως τον πολύ οδυνηρό συμβιβασμό και τονώνει, έστω και για λίγο, το ηθικό του εσωκομματικού ακροατηρίου. Απέναντι, όμως, στη δεύτερη διάψευση, ο Αλτουσέρ λειτουργεί ως διάψευση της διάψευσης. Διότι “αν το μέλλον διαρκεί πολύ”, τότε τίποτε δεν έχει ακόμη κριθεί. Και άρα η στρατηγική δεν διαψεύστηκε, απλώς δεν επιβεβαιώθηκε ακόμη. Μέσω του Αλτουσέρ, αυτό που στην πραγματικότητα εισάγεται είναι η διάσταση του χρόνου, μια διάσταση που μεταθέτει στο απώτερο και αδιευκρίνιστο μέλλον αυτό που ρητά εμφανιζόταν ως πρόταγμα άμεσης εφαρμογής.
Η Άρεντ και η διεμβόλιση του μεσαίου χώρου
Αν και σε διαφορετική κατεύθυνση, η φιλοσοφική αναφορά του Κυριάκου Μητσοτάκη υπακούει λίγο-πολύ στους ίδιους κανόνες της πολιτικής χρησιμοθηρίας. Με αφορμή το τραγικό περιστατικό της Marfin και την έναρξη της σχετικής δίκης, ο κ. Μητσοτάκης επικαλείται την “υπόθεση της κοινοτοπίας του κακού” για να υποστηρίξει, αν καταλαβαίνω καλά το επιχείρημά του, ότι μία από τις επικίνδυνες μνημονιακές μεταλλάξεις των τελευταίων χρόνων αφορά τον τρόπο που η ελληνική κοινωνία προχώρησε ή κινδύνεψε να προχωρήσει σε μια άτυπη και σιωπηρή κανονικοποίηση της βίας. “Τι συμβαίνει άραγε όταν μια ολόκληρη κοινωνία αντιμετωπίζει τη βία ως μια φυσιολογική προέκταση των κοινωνικών διεκδικήσεων;”, διερωτάται σε κάποιο σημείο της σχετικής ανάρτησης.Αυτό που προκαλεί εντύπωση είναι ότι θα ήταν εξαιρετικά εύκολο να φανταστεί κάποιος το ίδιο ακριβώς επιχείρημα περί κανονικοποίησης της βίας, χωρίς την αναφορά στην γερμανο-εβραία φιλόσοφο. Τι είναι, λοιπόν, εκείνο που προσθέτει η Άρεντ; Στις αρχές Σεπτεμβρίου, ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης είχε περιγράψει στον Αλέξη Παπαχελά αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε “στρατηγική απόφαση διεμβόλισης του μεσαίου χώρου”. “Οι εκλογές κερδίζονται στον χώρο του πολιτικού κέντρου” είχε τονίσει με μια εντυπωσιακή και αφοπλιστική καθαρότητα. Σε αυτήν ακριβώς τη στρατηγική προβολής ενός νέου, μετριοπαθούς προφίλ που θα διεμβόλισει τον πολυπόθητο μεσαίο χώρο εντάσσεται και η παραπομπή στην Άρεντ.
Προοδευτικό και ανυπότακτο πνεύμα, η Άρεντ αποτελεί ένα από τα σύμβολα της κριτικής του ολοκληρωτισμού στον 20ο αιώνα, τόσο στη ναζιστική όσο και σταλινική εκδοχή του. Συνέγραψε ορισμένες από τις πιο εύστοχες αναλύσεις της λειτουργίας της καθεστώτος του Χίτλερ. Μεταξύ αυτών και η θεωρία της κοινοτοπίας του κακού, που επιχείρησε να αντιστρέψει την ευρέως διαδεδομένη μέχρι τότε άποψη ότι ένα κακό τόσο μεγάλο όσο οι ναζιστικές θηριωδίες δεν μπορεί παρά να εκπορεύεται από δαιμονικά, παθολογικά ή σαδιστικά άτομα. Όχι, μας λέει η Άρεντ, το κακό μπορεί κάλλιστα να προέλθει και από συνηθισμένους ανθρώπους που βρίσκονται απλώς σε εξαιρετικές καταστάσεις.
Υπάρχουν βεβαίως δύο βασικές παραφωνίες στην “φιλοσοφική συμφωνία” του κ. Μητσοτάκη με την γερμανοεβραία φιλόσοφο.
Πρώτον, η Άρεντ κάνει την εμφάνισή της στον ελληνικό πολιτικό λόγο σε μια περίοδο που ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης θέτει ως προτεραιότητα τα ζητήματα της δημόσιας τάξης και της τήρησης του νόμου. Αυτό, δηλαδή, που θα λέγαμε μια κλασσική “δεξιά ατζέντα”. Δεύτερον, η Άρεντ, εκτός από τη σφοδρή κριτική στον ολοκληρωτισμό, που κατά καιρούς έδωσε επιχειρήματα στους υποστηρικτές της αντιπροσωπευτικής αστικής δημοκρατίας, ήταν ιδιαιτέρως κριτική απέναντι σε αυτήν την τελευταία, διατυπώνοντας μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα και ριζοσπαστική θεωρία άμεσης δημοκρατίας βασισμένη στη συγκρότηση συμβουλίων. Μια θεωρία που πιθανότατα δεν θα συμμεριζόταν ο Κυριάκος Μητσοτάκης.
H κρίση και η "λογική του κλισέ"
Το τελευταίο αυτό σημείο μας δίνει μια αίσθηση της “λογικής του κλισέ, της ατάκας και του εντυπωσιασμού” —θύματα της οποίας έπεσαν τόσο ο Αλτουσέρ όσο και η Άρεντ— που τείνει σιωπηρά και άτυπα να κανονικοποιηθεί στον πολιτικό μας λόγο, για να παραφράσω το επιχείρημα του κ. Μητσοτάκη.Διότι εάν υπάρχει ένα πεδίο στο οποίο η φιλοσοφία μπορεί ενδεχομένως να φανεί χρήσιμη στην πολιτική αυτό δεν είναι η εργαλειακή και αποσπασματική της χρήση μέσω “τσιτάτων” και άλλων “ευκολιών”, αλλά η συμβολή στη βαθύτερη και συνολική κατανόηση των κοσμοιστορικών κοινωνικών μεταλλαγών που έλαβαν χώρα τα τελευταία χρόνια στην ελληνική κοινωνία. Στον τρόπο με τον οποίο βλέπουμε, αντιλαμβανόμαστε και κινούμαστε στον κόσμο. Είναι σαφές ότι απέχουμε πολύ ακόμη από κάτι τέτοιο.
thetoc.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου