Ανέστης Ντόκας • antokas@naftemporiki.gr
Η εποχή του ακριβότερου ευρώ, που ξεκίνησε στις 11 Ιουλίου 2022, με την ΕΚΤ να αυξάνει τα επιτόκια για πρώτη φορά τα τελευταία 11 χρόνια, «πάγωσε» την εγχώρια αγορά των εταιρικών ομολόγων.
Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει κανένας σχεδιασμός για έκδοση νέου εταιρικού ομολόγου από ελληνικές επιχειρήσεις.
Το πέρασμα από τα μηδενικά επιτόκια, που διήρκεσαν από το 2011 μέχρι και το καλοκαίρι του 2022, στο νέο περιβάλλον της ανόδου των επιτοκίων το τελευταίο 8μηνο προκάλεσε αύξηση του επιτοκίου δανεισμού για δεκάδες εισηγμένες επιχειρήσεις, που είδαν ξαφνικά τον δανεισμό τους από 3% και 4% να εκτοξεύεται σε 7% και 8%. Αυτή η εξέλιξη προκάλεσε την αναστολή έκδοσης των εταιρικών ομολόγων, που είχε ως αποτέλεσμα χιλιάδες μικροεπενδυτές να στερηθούν ικανοποιητικές αποδόσεις σ’ ένα περιβάλλον αρνητικών επιτοκίων στις καταθέσεις τους.
Αρκετές εισηγμένες το περασμένο καλοκαίρι υποχρεώθηκαν να αναστείλουν την έκδοση εταιρικών ομολόγων, βλέποντας το περιβάλλον που δημιουργεί η νέα εποχή του ακριβού χρήματος. Ουσιαστικά το κλίμα άρχισε να χαλάει το 2021, που αποτελεί ουσιαστικά το έτος πριν από τη μεταστροφή της αγοράς των ομολόγων, εξαιτίας της αυξημένης γεωπολιτικής αστάθειας στην Ουκρανία και της ενεργειακής κρίσης, που επέφεραν αίσθημα ανασφάλειας και αβεβαιότητας στους επενδυτές.
Το σίγουρο είναι πως για την αγορά εταιρικών ομολόγων (στην Ελλάδα και σε διεθνείς αγορές) η σαρωτική πιστωτική κρίση που διαρκεί τους τελευταίους 8 μήνες προκαλεί σοβαρή βλάβη, που θα χρειαστεί εύλογο χρόνο για να επανέλθει.
Η παραπάνω εξέλιξη έκοψε τις «γέφυρες» χρηματοδότησης για εταιρείες που ήθελαν φθηνότερο χρήμα, αλλά και μια επενδυτική επιλογή με ικανοποιητική απόδοση 3%-4% για τους ιδιώτες καταθέτες και επενδυτές.
Η «ακτινογραφία»
Το ποσό των 4,38 δισ. ευρώ άντλησαν 25 εταιρείες το διάστημα 2016-2022, προσελκύοντας χιλιάδες μικροεπενδυτές. Μια αγορά που από το 2016 έως το 2022 προσέφερε μια επενδυτική διέξοδο με υψηλές αποδόσεις και λελογισμένο κίνδυνο. Το 2016 ήταν ένα ορόσημο για την ελληνική κεφαλαιαγορά με την ενεργοποίηση της αγοράς εταιρικών ομολόγων του Χρηματιστηρίου Αθηνών. Μέχρι τότε το πλαφόν της απόδοσης των ομολόγων έπρεπε να είναι ίσο με το δικαιοπρακτικό (εξωτραπεζικό) επιτόκιο, που ήταν καθορισμένο στο 5,3%, και αυτό για να μη θεωρείται ο δανεισμός «τοκογλυφικός».
Επειδή όμως οι επενδυτές ζητούσαν υψηλότερα επιτόκια λόγω του ρίσκου της χώρας, εταιρείες όπως ΟΤΕ, Τιτάν, Coca-Cola κ.ά., για να ξεπεράσουν τον σκόπελο αυτόν, δημιούργησαν εταιρείες οχήματα ειδικού σκοπού, που ήταν οι εκδότες των ομολόγων τους σε Λουξεμβούργο, Αγγλία κ.α. Η πρακτική αυτή απέκλειε Έλληνες μικροεπενδυτές, αφού το ελάχιστο τίμημα συμμετοχής ξεπερνούσε τα 100.000 ευρώ (υψηλή ονομαστική αξία).
Το υπουργείο Οικονομικών, όμως, μετά από εισήγηση της ΤτΕ, έκανε δεκτή τη ρύθμιση για να απεξαρτηθεί πλήρως η τιμολόγηση των ομολόγων από το δικαιοπρακτικό επιτόκιο και τον Οκτώβριο του 2016 είχαμε την πρώτη εισαγωγή εταιρικού ομολόγου στο Χ.Α. υπό το νέο καθεστώς με την έκδοση της Housemarket (ΙΚΕΑ), θυγατρικής της Fourlis. Η έκδοση υπερκαλύφθηκε και χάρη στη χαμηλή ονομαστική αξία των ομολογιών προσέλκυσε 565 ιδιώτες επενδυτές. Η έκδοση του ΟΠΑΠ, που ακολούθησε, προσέλκυσε 6.500 ιδιώτες επενδυτές. Το επιτόκιο της έκδοσης της Housemarket ήταν 5% και το ύψος της έκδοσης 40 εκατ. ευρώ.
Σε πρόσφατη έκθεση της Euroxx AXEΠΕΥ γίνεται μια «ακτινογραφία» της συγκεκριμένης αγοράς. Από το 2016 έως το καλοκαίρι του 2022 (η τελευταία έκδοση) 25 εταιρείες έχουν εκδώσει εταιρικά ομόλογα ύψους 4,38 δισ. ευρώ. Το ίδιο διάστημα τα συνολικά αντληθέντα κεφάλαια από αυξήσεις μετοχικού κεφαλαίου και πρωτογενούς διάθεσης μετοχών (IPOs) στο Χ.Α. ανήλθαν περίπου σε 5,57 δισ., με τη μερίδα του λέοντος (4,18 δισ.) να αφορά όμως ελάχιστους εκδότες, όπως Πειραιώς, Alpha και ΔΕΗ το 2021.
Τα ομόλογα 20 εταιρειών διαπραγματεύονται ακόμη, ένα έχει εξοφληθεί (Housemarket) και 4 έχουν εξοφληθεί πρόωρα (ΟΠΑΠ, Μυτιληναίος, Sunlight, Terna Energy). Η διάρκεια των ομολόγων είναι 5 ή 7 έτη, η υψηλότερη απόδοση έως τώρα ήταν της Housemarket με 5% και η μικρότερη της MotorOil με 1,9%. Το μεγαλύτερο ποσό άντλησε η έκδοση της ΓΕΚ Τέρνα το 2020 με 500 εκατ. ευρώ και το μικρότερο με 25 εκατ. ευρώ η έκδοση της B&F. H καλύτερη χρονιά ήταν το 2021 με επτά εκδόσεις, με τον πρώτο κύκλο να κλείνει το καλοκαίρι του 2022 με τη δεύτερη έκδοση της CPLP Shipping.
naftemporiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου