Το γλυκαντικό ασπαρτάμη βρίσκεται σχεδόν σε όλα τα αναψυκτικά διαίτης και σε περισσότερα από 6.000 άλλα προϊόντα διατροφής που καταναλώνουν εκατοντάδες εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο.
Γι’ αυτό και όταν στις 14 Ιουλίου, μια ομάδα που εργάζεται υπό την αιγίδα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ) προειδοποίησε ότι το συγκεκριμένο γλυκαντικό «πιθανώς» προκαλεί καρκίνο και ότι οι καταναλωτές πολλών προϊόντων με ασπαρτάμη κινδυνεύουν, η είδηση έγινε viral.
Σε μια προσπάθεια να καθησυχαστούν οι φόβοι που δημιουργήθηκαν, αξιωματούχος της Υπηρεσίας Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ δήλωσε στο δημόσιο ραδιόφωνο (NRP) ότι «η ανακοίνωση του ΠΟΥ δεν σημαίνει ότι η ασπαρτάμη συνδέεται με τον καρκίνο». Σε αυτό συμφώνησε και μια δεύτερη επιτροπή του οργανισμού.
Η αλήθεια είναι ότι η μεταφορά μηνυμάτων για τη δημόσια υγεία δεν είναι μια εύκολη υπόθεση και αυτό έγινε απολύτως κατανοητό την 3ετία της πανδημίας του κοροναϊού.
Η υπερπληροφόρηση
Ιδιαίτερα σε ότι αφορά το φαγητό, τις δίαιτες κα τα φάρμακα, οι πληροφορίες είναι πολλές, συχνά αντικρουόμενες, και επειδή μεταδίδονται ακατάπαυστα, κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος, αν είναι καλή ιδέα να μετράμε τις θερμίδες και να αποφεύγουμε το κόκκινο κρέας ή είναι προτιμότερο να μην τρώμε γλουτένη και να γίνουμε όλοι vegan το συντομότερο δυνατόν. Όπως φαίνεται ούτε η επιστήμη μπορεί να δώσει σαφείς απαντήσεις σε αυτά τα ερωτήματα και άλλα τόσα σχετικά, γράφει το Newsweek. Οι δίαιτες που βασίζονται στη διαλειμματική διατροφή ή στον αποκλεισμό των υδατανθράκων μπορεί να έχουν γίνει εξαιρετικά δημοφιλείς, αλλά η επιστημονική τους βάση δεν είναι ξεκάθαρη, συνεχίζει το ίδιο άρθρο του αμερικανικού περιοδικού.
Στο μεταξύ, η άφιξη μιας νέας γενιάς εξαιρετικά αποτελεσματικών στην απώλεια βάρους φαρμάκων μεγάλωσε την ελπίδα ότι η Αμερική -και όχι μόνο- θα ξεφορτωθεί το πρόβλημα της παχυσαρκίας, ωστόσο ουδείς γνωρίζει αν αυτά θα είναι ασφαλή για όλους ή πως θα μπορέσει να τα έχει στη διάθεση του το 42% των Αμερικανών που παλεύουν καθημερινά με τα κιλά τους.
«Είναι εξαιρετικά δύσκολο για τους καταναλωτές να βρίσκουν συμβουλές διατροφής, που δεν δέχονται αμφισβήτηση», αναφέρει η Ρίγκαν Μπέιλι, καθηγήτρια διατροφής στο πανεπιστήμιο A&M του Τέξας. «Για κάθε έρευνα που ανακαλύπτει ότι ένας συγκεκριμένος τρόπος έχει καλά αποτελέσματα, ακολουθεί μια άλλη που την ανατρέπει σχεδόν ολοκληρωτικά», συνεχίζει η ίδια .
Μέρος του προβλήματος είναι ότι οι σχετικές μελέτες αντιμετωπίζουν την αντικειμενική δυσκολία ότι για να καταλήξουν σε σαφή συμπεράσματα πρέπει να παρακολουθούν για μεγάλο χρονικό διάστημα τις διατροφικές συνήθειες συγκεκριμένων ομάδων από ανθρώπους που είναι μια πολύ ακριβή διαδικασία. Επιπλέον, το να προσπαθείς να κρατήσεις κάποιον σε μια διατροφή που δεν του αρέσει για μεγάλο χρονικό διάστημα μοιάζει με το εξημέρωση μιας άγριας γάτας, στη θεωρία είναι εφικτή, στην πράξη περίπου αδύνατη. Επίσης, την όλη κατάσταση δυσκολεύει η περίπλοκη σχέση της επιστήμης της διατροφής με την υγεία και τον χρόνο που χρειάζονται κάποια προβλήματα της να εμφανιστούν.
Δύσκολες μελέτες
Οι περισσότερες έρευνες δίαιτας και υγείας βασίζονται στις παράλληλες μελέτες υγιών ανθρώπων που τρώνε με έναν συγκεκριμένο τρόπο σε σύγκριση με μια άλλη ομάδα ανθρώπων, όσο το δυνατόν με παρόμοια χαρακτηριστικά, που ακολουθούν διαφορετική διατροφή. Παρότι όμως αυτές μπορούν να δείξουν αν μια διατροφή συνδέεται με συγκεκριμένα προβλήματα υγείας, δεν μπορούν να αποδείξουν αν αυτή προκάλεσε την εμφάνιση τους.
Κι αυτό γιατί οι άνθρωποι που τρώνε με έναν συγκεκριμένο τρόπο μπορεί να διαφέρουν σε άλλα πράγματα, όπως το εισόδημα, η φυλή, η εκπαίδευση και η άσκηση που έχουν επίσης να κάνουν με την αποφυγή ή όχι ενός προβλήματος υγείας.
«Δεν έχουν όλοι πρόσβαση σε λαϊκές αγορές ή το χρόνο να μαγειρεύουν», εξηγεί η Μπέιλι. «Δεν έχουμε ακόμη αρχίσει να καταλαβαίνουμε όλους τους κοινωνικοοικονομικούς παράγοντες που σχετίζονται με το πως μπορούμε να βοηθήσουμε τους ανθρώπους να κάνουν αλλαγές», προσθέτει. Κανένα νούμερο νέων ερευνών δεν πρόκειται να αλλάξει αυτό το γεγονός, καταλήγει.
Γι’ αυτό και η μόνη προσέγγιση που φαίνεται ότι γίνεται ασμενώς αποδεκτή από όλους είναι ότι πρέπει να δοθεί βάση, τόσο στο σπίτι όσο και στο σχολείο, σε αυτά που τρώνε τα παιδιά, ώστε να αντιμετωπίζεται το πρόβλημα της παχυσαρκίας κατά τη γέννηση του.
in.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου