Ένα από τα πιο καθοριστικά στη ζωή του Σεφέρη πρόσωπα ήταν η γυναίκα του, Μαρίκα Ζάνου, που ίδιος της έδωσε το όνομα Μαρώ.
Το χρονικό ενός έρωτα
Όπως αναφέρει στο προλογικό σημείωμα της έκδοσης «Σεφέρης και Μαρώ – Αλληλογραφία Α’» (1936 -1940), ο καθηγητής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Μιχάλης Ζ. Κοπιδάκης, το 1936 ο Γιώργος Σεφέρης ήταν 36 χρονών και εργαζόταν στην Α’ Διεύθυνση Πολιτικών Υποθέσεων του Υπουργείου Εξωτερικών.
Είναι η περίοδος που ο Σεφέρης μένει με τον πατέρα του, τον καθηγητή Στυλιανό Σεφεριάδη, στην οδό Κυδαθηναίων 9, στην Πλάκα και που ο δεσμός του ποιητή με τη μουσικοκριτικό Λουκία Φωτοπούλου βρίσκεται στο τέλος του.
Όπως αναφέρουν ο «ΤΑΧΥΔΡΟΜΟΣ» και η Πέγκυ Κουνενάκη στο τεύχος της 13ης Απριλίου 1989 «στο προσκήνιο της κοσμικής Αθήνας του μεσοπολέμου εμφανίζεται συχνά το ζεύγος Ανδρέα και Μαρίκας Λόντου (σ.σ. μετέπειτα Σεφέρη). Ο γάμος τους φαίνεται να έχει κλονιστεί από καιρό, όμως δύο λόγοι τους κρατούν κάτω από την ίδια στέγη.
»Η φροντίδα για την ανατροφή και την εκπαίδευση των παιδιών τους και ο “πειθαναγκασμός που ασκεί η θεία του Ανδρέα Λόντου, Άννα Λόντου, η οποία είναι μοναδικός διαθέτης μιας σημαντικής κληρονομιάς”.
»Η Μαρίκα Λόντου ήξερε εξ όψεως τον Γ. Σεφέρη, από μία εκδρομή στο Σούνιο το καλοκαίρι του 1935. Ήξερε τα ποιήματά του, όμως οι επίσημες συστάσεις έγιναν στις αρχές του 1936.
»Η γνωριμία τους μετατράπηκε γρήγορα σε σφοδρό έρωτα, παρά την αντίθεση του οικογενειακού περιβάλλοντος και των δύο…
»Όταν, έναν χρόνο αργότερα, ο Σεφέρης μετατίθεται εντελώς ξαφνικά στο ελληνικό προξενείο της Κορυτσάς, η ερωτική φλόγα αντί να σβήσει δυναμώνει ακόμα περισσότερο…
»Ανταλλάσουν σχεδόν καθημερινά γράμματα, όντας εκείνος στην Κορυτσά ή σε διάφορες διπλωματικές αποστολές που τον στέλνει το υπουργείο Εξωτερικών.
Το μεγάλο δίλημμα
»Τον Αύγουστο του ’37, η σχέση τους κλονίζεται πραγματικά. Ο ποιητής ταξιδεύει από την Κουρυτσά στην Αθήνα για να συζητήσει με τον Ανδρέα Λόντο.
»Ο σύζυγος θέτει το μεγάλο δίλημμα στην Μαρώ: “τον ποιητή ή τα παιδιά”. Εκείνη δεν μπορεί να αποφασίσει…Το δίλημμα είναι πέρα από τις δυνάμεις της. Αυτό οδηγεί τον ποιητή σε αδιέξοδο.
»Επιστρέφει στην Κορυτσά και σιωπά…Το φθινόπωρο της ίδιας χρονιάς η Μαρώ ουσιαστικά χωρίζει. Συναντιέται κρυφά, σ’ ένα σιδηροδρομικό σταθμό, με τον ποιητή. Ο έρωτας αναζωπυρώνεται. Ο δεσμός τους διατηρείται κρυφός ως το 1941, οπότε επισημοποιείται, σχεδόν αναγκαστικά, πριν το ζεύγος αναχωρήσει στην Αίγυπτο».
Όπως αναφέρεται στο βιογραφικό σημείωμα της Μαρώς Σεφέρη από τις Εκδόσεις Ίκαρος, «τέσσερις μέρες μετά τη γερμανική εισβολή στην Ελλάδα, στις 10.4.1941, παντρεύτηκαν και η Μαρώ ακολούθησε τον Σεφέρη στην Κρήτη και μετά στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, μαζί με την εξόριστη ελληνική κυβέρνηση.
»Έζησε μαζί του 35 ολόκληρα χρόνια, ως αχώριστη σύντροφός του, τα δε παιδιά της έγιναν από τα πιο αγαπημένα πρόσωπα του ποιητή.
»Εξέδωσε τα ανέκδοτα ποιήματα του Γ. Σεφέρη, αλλά και την «Αλληλογραφία» τους (ο πρώτος τόμος σε επιμέλεια Μιχάλη Ζ. Κοπιδάκη, από τη Βικελαία Βιβλιοθήκη, το 1989, και ο δεύτερος σε επιμέλεια Μαρίας Στασινοπούλου, από τις εκδόσεις Ίκαρος, το 2005, μαζί με τη β’ έκδοση του πρώτου) -αλληλογραφία η οποία αποτυπώνει τη βαθύτατη επικοινωνία τους».
Επιστολές
(Αθήνα) Τετάρτη (13 Οκτωβρίου 1937)
Πήγα στη δουλειά μου. Λείπεις και σε γυρεύω, είσαι ολόκληρη η ζωή μου. Είναι δύσκολο να σου δώσω να καταλάβεις τώρα. Αν τύχει έπειτα από χρόνια και δώσει ο Θεός και μπορέσω να πω αυτό το παθητικό γύρισμα, το πόσο έχει γίνει ένα με τη ζωή μου.
Σήμερα είναι μια μέρα ύστερα από μήνες που αφήνω πάλι την καρδιά μου να μιλήσει, να πω τούτα τα ερωτικά λόγια με τα δάκρυα στα μάτια, αγαπημένη μου.
Και είναι από τις σπάνιες φορές που μιλώ για καρδιά και αίσθημα, χωρίς εκείνο το ελαφρύ αίσθημα ντροπής που με πιάνει να κοροϊδεύω τον εαυτό μου και να γελώ από δυσπιστία. Τι παράξενο που είναι.
Σήμερα το απόγευμα νιώθω κάτι σαν εκείνο τον παλμό που θα σπρώχνει τον άνθρωπο, όταν γράφει τα τελευταία του θελήματα, που βλέπει καθαρά πια πως όλα γύρω του δεν έχουν καμία σημασία, αφού είναι στο χέρι του να τα ξολοθρεύει σε λίγο, σαν κλείσει τα μάτια.
Γράφω σιγά και σε συλλογίζομαι. Συλλογίζομαι εσένα καθώς ζεις μέσα μου, πηγαίνεις, έρχεσαι και προφταίνεις την καθεμιά μου σκέψη.
Πού είσαι; Πώς είσαι; Τι κάνεις τούτη τη στιγμή; Πονείς; Ονειρεύεσαι; Συλλογίζεσαι;
Αύριο ίσως σ’ έχω κοντά μου. Σε θέλω κοντά μου για πάντα. Κι ό,τι και να γίνει, να σταθείς μαζί μου. Να ‘μαι σίγουρος πια. Έτσι ίσως μπορέσω να κάνω κάτι ακόμη. Τα μάτια σου να με κοιτάζουν με κείνη την αγνότητα που έχεις. Και αν πάω με άλλες, εσύ να μείνεις πάντα κοντά μου, ακούς; Μη μ’ αφήσεις πια κι ας πονώ. Παραλήρημα. Σ’ ευχαριστώ, αγαπημένη μου.
ΓΙΩΡΓΟΣ
14 Ιουλίου 1938, Πορταριά
Παρασκευή μεσημέρι.
Γιώργο,
Σίγουρα γυρίζω Δευτέρα. Θα σου τηλεφωνήσω από την οδό Λουκιανού. Σίγουρα ο Αντρέας Λόντος θα λείπει, και μου λες. Θα έρθω Μουσούρου Τρίτη, αν θέλεις, πρωί. Θα συγυρίσω λίγο το σπιτικό μας ως να ‘ρθεις από το Υπουργείο.
Χθες ήμουνα πάνω στα παιδιά. Πήγα με Μανόλη Τριανταφυλλίδη. Είδα λίγο την αδελφή σου. Ο Θεός κοιτά τη Νεράιδα του Πηλίου και εγκατέλειψε τη Μούσα της Αίγινας.
Έτσι βαραίνει, κατάλαβα, η ερημιά του βουνού την Ιωάννα. Ο Θεός μου είπε ότι το λουλούδι μου λέγεται λαϊκά “το σκουλαρίκι της γύφτισσας”. Νομίζω ότι εκείνος του ‘δωκε το όνομα. Πάντως είναι πετυχεμένο.
Το απόγευμα θα πάω στη Μακρινίτσα. Αύριο θα ξανανέβω στα “Xελιδόνια”. H Mίνα μου με βρήκε κουρασμένη γι’ αυτό όλο το πρωινό έμεινα ξαπλωμένη με το βιβλίο μου.
Σκέπτομαι μήπως έχω την τύχη και να ‘ ναι να μου φέρουν ένα μπλε φάκελο. Ώρες χαζεύω και αναπολώ την κάθε στιγμή που περάσαμε στην Τσαγκαράδα. Δεν θα μπορούσα πια να ξαναπάω εκεί, παρά μόνο μαζί σου.
Ξέρεις κάτι; Εσύ τότε βέβαια τα ΄χες χαμένα, ήσουνα σαν τους Κενταύρους τούτου του βουνού, μα αυτό δεν είναι το σωστό αίσθημα! Μη θυμώνεις, μη θυμώνεις. Ίσως και να ‘χεις δίκιο.
Ήταν όμορφα τότε, και πάντα που ήμαστε μαζί. Φεύγουν όμως τα χρόνια και λυπούμαι. Γιατί λυπούμαι; Γιατί ξέρω ότι σε σας τους άντρες έρχεται η κούραση γρήγορα.
Κι έτσι που είσαι, να σε πάρει η ευχή του Θεού, θα σε χαίρομαι όλο και περισσότερο ως να σκάσω. Το ξέρεις. Είσαι και αστείος, όταν, αφού ώρες κοιταζόμαστε, με ρωτάς “Μα γιατί μ’ αγαπάς”. Έτσι το προτιμώ, να ρωτιέσαι. Θεε, βαριά που ‘ναι η αγάπη.
ΜΑΡΩ
Ο Γιώργος Σεφέρης πέθανε τον Ιούλιο του 1971 στην Αθήνα, σε ηλικία 71 ετών. Η Μαρώ Σεφέρη πέθανε στην Αθήνα «πλήρης ημερών» τον Μάρτιο του 2000, σε ηλικία 102 ετών.
in.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου