Μιχάλης Ψύλος
Με «φωτεινό σηματοδότη» παρομοίαζαν οι Γερμανοί την τρικομματική κυβέρνηση του καγκελάριου Όλαφ Σολτς, από τα χρώματα των τριών εταίρων: Πράσινο , κόκκινο και κίτρινο. Και το «φανάρι» έσβησε πλέον μετά την αποπομπή από τον Σολτς του «κίτρινου» υπουργού Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ, αναφέρει η UBS.
Πολύ πιο καυστικός είναι ο τίτλος του γερμανικού Der Spiegel : «Η Γερμανία έχει γίνει μια “κουτσή πάπια” πολιτικά, με μια κυβέρνηση που μάλλον δεν είναι ικανή να κυβερνήσει και της οποίας η μοίρα φαίνεται προδιαγεγραμμένη», γράφει ο Der Spiegel.
Η γαλλική Le Monde συνδέει μάλιστα την διαγραφόμενη κατάρρευση της δικομματικής πλέον, κυβέρνησης Σολτς με την νίκη του Ντόναλντ Τραμπ στις αμερικανικές προεδρικές εκλογές. «Ενώ όλοι πίστευαν ότι η νίκη του Τραμπ θα συσπείρωνε τις τάξεις του συνασπισμού που κυβερνά το Βερολίνο από το 2021, προκάλεσε την ανατίναξή του», τονίζει η γαλλική εφημερίδα.
Η πραγματική αιτία της ρήξης
Η αποπομπή του νέο-φιλελεύθερου υπουργού Οικονομικών, Κρίστιαν Λίντνερ από τον Σολτς, αποδόθηκε στις βαθιές διαφωνίες στην κατάρτιση του προϋπολογισμού για το 2025. Ο Φιλελεύθερος Λίντνερ ήθελε αυστηρή λιτότητα με περικοπές στο κοινωνικό κράτος, αλλά και μείωση της οικονομικής βοήθειας στην Ουκρανία. Κάτι που δεν μπορούσε να αποδεχθεί το Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα κυρίως, καθώς θα καταδικαζόταν και μαθηματικά σε μια σκληρή ήττα στις προγραμματισμένες αρχικά, για τις 28 Σεπτεμβρίου του 2025, ομοσπονδιακές εκλογές.
Ο καγκελάριος Σολτς τόνισε μάλιστα ότι λόγω της κατάστασης στην Ουκρανία, αλλά κυρίως μετά την νίκη του Τραμπ και της αναμενόμενης επιβολής δασμών στις γερμανικές εξαγωγές στις ΗΠΑ, δεν ήταν δυνατόν να μειωθούν οι δαπάνες στον προϋπολογισμό. Και επήλθε η ρήξη.
Η πραγματική αιτία είναι όμως άλλη: Ο υπαρξιακός φόβος του Λίντνερ ότι το κόμμα του θα …εξαφανιστεί. To FDP είχε λάβει στις εκλογές του 2021 ποσοστό 11,4%. Αλλά τώρα -σε Ομοσπονδιακό επίπεδο – είναι κάτω από το 4% και κινδυνεύει να μην μπει στην επόμενη Βουλή, όπως συνέβη πριν από 10 χρόνια.
Σε όλες τις περιφερειακές εκλογές στην ανατολική Γερμανία, το FDP ήταν κάτω από το όριο του 5%. Ο Λίντνερ τράβηξε λοιπόν τα πράγματα στα άκρα, αποστασιοποιούμενος από την αποτυχημένη κυβέρνηση Σολτς.
Η Γερμανία οδεύει πλέον σε πρόωρες εκλογές. Το μεγάλο φαβορί για να κερδίσει στις επόμενες εκλογές είναι το Χριστιανοδημοκρατικό CDU, με τα ποσοστά του να κυμαίνονται μεταξύ 32 και 34%. Δεύτερο κόμμα αναμένεται μάλιστα να αναδειχθεί η ακροδεξιά AfD , με το SPD να μην ξεπερνά το 16% και τους Πράσινους στο 9%. Το αριστερό λαϊκιστικό κόμμα «Συμμαχία της Σάρα Βάγκενκνεχτ με 8% θα πρέπει επίσης να εισέλθει στη νέα Βουλή.
Ο Σολτς θέλει να κερδίσει χρόνο και επιδιώκει να διεξαχθούν οι εκλογές στα τέλη Μαρτίου. Αλλά τόσο ο Λίντνερ, όσο και η Χριστιανοδημοκρατική αντιπολίτευση και κυρίως οι επιχειρηματίες, τονίζουν ότι οι εκλογές πρέπει να διεξαχθούν όσο γίνεται πιο σύντομα, για να περιοριστεί η αβεβαιότητα στην οικονομία.
Όπως γράφει μάλιστα πικρόχολα η TAZ «την ώρα που ο Γερμανός καγκελάριος πρέπει να τρέχει στις αγορές της χώρας προσπαθώντας να πείσει μερικούς συνταξιούχους για τα πλεονεκτήματα της σοσιαλδημοκρατίας , ο Τραμπ έρχεται ν` αλλάξει την παγκόσμια τάξη με αυστηρούς δασμούς και απρόβλεπτες συνέπειες»
«Είναι η οικονομία …»
Η πολιτική κρίση στη Γερμανία άλλωστε είναι απόρροια της άσχημης οικονομικής κατάστασης που αντιμετωπίζει η πάλαι ποτέ «ατμομηχανή» της Ευρώπης. «Είναι η οικονομία, ηλίθιε», σύμφωνα με τη διάσημη ρήση του Μπιλ Κλίντον.
Οι Σοσιαλδημοκράτες , αλλά και οι Πράσινοι πληρώνουν και θα καταβάλουν ακόμη μεγαλύτερο τίμημα, για το γεγονός ότι η Γερμανία είναι σε ύφεση για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά. Κάτι που είχε να συμβεί εδώ και 30 χρόνια, μετά τη επανένωση. «Ο καγκελάριος Σολτς στάθηκε βέβαια πολύ άτυχος καθώς στη διάρκεια της θητείας του ξέσπασε πόλεμος στην Ουκρανία ,απογειώθηκαν οι τιμές της ενέργειας, καθώς η Γερμανία έμεινε ξαφνικά, χωρίς το φθηνό ρωσικό αέριο, μειώθηκαν οι γερμανικές εξαγωγές στην Κίνα, και το Βερολίνο αναγκάστηκε να αυξήσει κατά 100 δισεκατομμύρια ευρώ τις αμυντικές του δαπάνες», όπως γράφει η Die Zeit.
Σύμφωνα με την εκτίμηση της Bundesbank, «η γερμανική οικονομία είναι χονδρικά σε στασιμότητα, κολλημένη σε μια φάση αδυναμίας που επιμένει από τα μέσα του 2022». Τα αίτια της κρίσης είναι πολλαπλά, ιδιαίτερα σοβαρή είναι η απώλεια ανταγωνιστικότητας Επιπλέον, η Κίνα έχει γίνει άμεσος ανταγωνιστής σε πολλούς τομείς όπου η Γερμανία ήταν πρωτοπόρος, όπως τα αυτοκίνητα, ο χάλυβας, τα χημικά προϊόντα και τα μηχανήματα.
Δραματική υποχώρηση ανταγωνιστικότητας
Μια άλλη σημαντική πρόκληση είναι η έλλειψη ειδικευμένου εργατικού δυναμικού, που επιδεινώνεται από τη γήρανση του πληθυσμού. Το 2024, αυτή η έλλειψη αναμένεται να κοστίσει στις γερμανικές εταιρείες 49 δισεκατομμύρια ευρώ, σύμφωνα με το οικονομικό ινστιτούτο IW.
Ως αποτέλεσμα, η Γερμανία συνεχίζει να χάνει ανταγωνιστικότητα στη διεθνή σκηνή, καταλαμβάνοντας πλέον την 24η θέση στην παγκόσμια κατάταξη των πιο ανταγωνιστικών οικονομιών, σε σύγκριση με την 6η θέση το 2014, σύμφωνα με το ελβετικό πανεπιστήμιο IMD.
«Μόνο πρόωρες εκλογές, το συντομότερο, θα μπορούσαν να βάλουν τέλος στην τρέχουσα «παράλυση» της χώρας, τονίζει ο Κάρστεν Μπρζέσκι, επικεφαλής οικονομολόγος της ING.
naftemporiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου