Η δήλωση της κ. Τασίας Χριστοδουλοπούλου, αντιπροέδρου της Βουλής, εν μέσω του χάους που είχε δημιουργηθεί με τα διαδικαστικά ζητήματα, σε ένα κοινοβούλιο όπου έχουμε δεδηλωμένη στην Ολομέλεια αλλά όχι στις επιτροπές και τις απλές ψηφοφορίες στην Ολομέλεια, ήταν πολύ χαρακτηριστική:
«Τι θέλετε να υποδείξετε σήμερα στην ελληνική κοινωνία; Ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι κυβέρνηση μειοψηφίας; Δεν το ξέρει; Θα διαμορφωθούν νέες πρακτικές, τελείωσε. Είναι 145 βουλευτές. Είναι μια νέα πραγματικότητα, είναι 16 ανεξάρτητοι, είναι μια νέα πραγματικότητα. Με αυτή την πραγματικότητα θα διαμορφώσουμε την κοινοβουλευτική πρακτική, για να είμαστε έτοιμοι και για την απλή αναλογική, που βλέπουμε πόσο τη σέβεστε!».
Ουσιαστικά, η κ. Χριστοδουλοπούλου παρουσίαζε τις κυβερνήσεις μειοψηφίας, που στηρίζονται σε ad hoc κοινοβουλευτικούς συσχετισμούς που θα διαμορφώνονται γύρω από κάθε νομοσχέδιο, ή ακόμη και άρθρο νομοσχεδίου, ως στοιχείο εμβάθυνσης της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, που θα ενταθεί μάλιστα εάν εφαρμοστεί και η απλή αναλογική.
Ο κ. Ξυδάκης και το «τέλος των υπερπλειοψηφιών»
Σε ανάλογο τόνο κινήθηκε, με άρθρο του στα ΝΕΑ της 31ης Ιανουαρίου και ο κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος του ΣΥΡΙΖΑ Νίκος Ξυδάκης.
Κατά τον κ. Ξυδάκη «οι αυτάρεσκες υπερ-πλειοψηφίες τελείωσαν», καθώς πλέον η «ιστορικών διαστάσεων κρίση που ξεκίνησε το 2009-2010» φέρνει ραγδαίες ανακατατάξεις και στην κοινωνία και στο πολιτικό σύστημα.
Κατά τον κ. Ξυδάκη «η λογική της αναμονής του ώριμου φρούτου, η ρουτινιέρικη εναλλαγή στην εξουσία, η επετηρίδα των κομματικών προεστών, τα πελατειακά δίκτυα, κομματικά, φυλαρχικά ή προσωπικά, ο εκμαυλισμός και η αμοιβαία εξαχρείωση, η διαπλοκή με την ολιγαρχία, όλες αυτές οι λαμπρές πρακτικές οδήγησαν στην ιστορική χρεοκοπία».
Ο κ. Ξυδάκης ομολογεί ότι η τρέχουσα κρίση λειτουργίας των κοινοβουλευτικών θεσμών οδηγεί στην εμφάνιση αντικοινοβουλευτικών φαινομένων και στην ενίσχυση της αυταρχικής και αντιδημοκρατικής ακροδεξιάς.
Όμως, θεωρεί ότι μπορεί αυτό το πρόβλημα να αντιμετωπιστεί την έμφαση ότι η δημοκρατία απαιτεί «αυτοκριτική, παρρησία, δεσμεύσεις, αυτοϋπερβάσεις, έλλογες συγκρούσεις».
Απλή αναλογική και κοινοβουλευτική λειτουργία
Η αριστερά στην Ελλάδα είναι αλήθεια ότι έχει την απλή αναλογική ως ένα ιστορικό αίτημα, θεωρώντας ότι όλα τα συστήματα ενισχυμένης αναλογικής είναι εκ φύσεως καλπονοθευτικά.
Αυτό αντανακλούσε και το γεγονός ότι στην μεταπολεμική περίοδο και με την εξαίρεση των εκλογών του 1958 η αριστερά ήταν ο τρίτος πολιτικός χώρος και άρα ο περισσότερο αδικημένος συγκριτικά τόσο ως προς τη συνολική κοινοβουλευτική καταγραφή όσο και ως προς τη δυνατότητα να σπάσει τον εκβιαστικό δικομματισμό που ενίσχυε παραδοσιακά η ενισχυμένη αναλογική και που συχνά χρησιμοποιήθηκε σε βάρος της μέσα από τις παραλλαγές της θεωρίας της «χαμένης ψήφου».
Όμως, πρέπει να σημειώσουμε κάτι σημαντικό. Η αριστερά ουδέποτε είδε την απλή αναλογική ως ένα μηχανισμό για τη ρευστοποίηση του κοινοβουλίου και για την διαμόρφωση συγκυριακών πλειοψηφιών.
Η αριστερά ιστορικά υποστήριξε την απλή αναλογική ως δίκαιο εκλογικό σύστημα και ως έναν τρόπο να μη χάνει ψηφοφόρους που πήγαιναν προς το Κέντρο προδικτατορικά και προς το ΠΑΣΟΚ μεταδικτατορικά, επειδή θεωρούσαν ότι εκεί θα «έπιανε τόπο» η ψήφος τους, δηλαδή θα οδηγούσε στη συγκρότηση κυβέρνησης.
Ουσιαστικά, η αριστερά ιστορικά διεκδίκησε την απλή αναλογική για να φέρει τα πράγματα σε μια κατάσταση όπου θα σχηματίζονταν «προοδευτικές κυβερνήσεις», δηλαδή κυβερνήσεις των «δημοκρατικών δυνάμεων».
Προφανώς επίσης και η αντίληψη ήταν ότι αυτές οι κυβερνήσεις θα είναι σταθερές και ως προς την κοινοβουλευτική τους δύναμη και ως προς τη συμπεριφορά των βουλευτών.
Ας μην ξεχνάμε ότι η αριστερά παραδοσιακά ήταν κατά της απόλυτης «αυτονομίας» των βουλευτών, θεωρώντας ότι οι κοινοβουλευτικές ομάδες πρέπει να κινούνται με βάση την κομματική γραμμή. Γι’ αυτό το λόγο και ήταν παραδοσιακά – ή τουλάχιστον πριν ανακαλύψουν τα «καλά» της ατομικής προβολής οι βουλευτές της– κατά του σταυρού προτίμησης και υπέρ της λίστας.
Η βαθύτερη λογική των κυβερνήσεων μειοψηφίας
Τα περισσότερα συστήματα λιγότερο ή περισσότερο ενισχυμένης αναλογικής που εφαρμόστηκαν στη χώρα στηρίζονταν στη λογική ότι το κόμμα που κατακτά την πρώτη θέση και έχει ταυτόχρονα ένα ποσοστό άνω του 40-41% μπορεί και πρέπει να κυβερνήσει, εφόσον είναι η πρώτη πολιτική δύναμη, εκπροσωπεί μια ιστορικά διαμορφωμένη παράταξη και ένα σημαντικό μέρος της κοινωνίας, όπως αυτό ορίστηκε στη βάση των μεγάλων, βασικών ιστορικών διαιρέσεων που αναδύονται σε μια κοινωνία.
Η παραδοσιακή τοποθέτηση της αριστεράς υπέρ της απλής αναλογικής δεν ήταν αντίθετη στη διαμόρφωση μιας ισχυρής παράταξης, απλώς πίστευε ότι η απλή αναλογική θα διαμόρφωνε ένα δυνάμει άθροισμα άνω του 50% όπου η αριστερά θα ήταν αναπόσπαστο και καθοριστικό κομμάτι, ενώ θα είχε και την ευκαιρία να τροποποιήσει υπέρ της το συσχετισμό.
Όμως, η τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ υπέρ της απλής αναλογικής είναι διαφορετική, καθώς δεν επικεντρώνει απλώς στη δυνατότητα η αριστερά να βρει προοδευτικούς συμμάχους για να κυβερνήσει σχηματίζοντας ένα άθροισμα άνω του 50%.
Η τοποθέτηση του ΣΥΡΙΖΑ αφορά δύο ενδεχόμενα που προκύπτουν και από το πώς διαβάζουν τους εκλογικούς συσχετισμούς.
Το πρώτο είναι αυτό που αφορά τη δυνατότητα του δεύτερου κόμματος, στο βαθμό που βρίσκει αρκετούς συμμάχους μέσα στο κοινοβούλιο να σχηματίσει κυβέρνηση, αφήνοντας το πρώτο κόμμα στη θέση της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Είναι η θεωρία της «δεύτερης εντολής σχηματισμού κυβέρνησης», με βάση και την προβλεπόμενη από το σύνταγμα διαδικασία. Μόνο που διαμόρφωση κυβέρνησης χωρίς την πρώτη παράταξη, κάτι που στην Ελλάδα δεν έχει γίνει μέχρι τώρα, θεωρείται ότι θα είχε σοβαρά προβλήματα νομιμοποίησης.
Το άλλο ενδεχόμενο –και αυτό που κυρίως βλέπουμε να δοκιμάζεται τώρα– αφορά μια κυβέρνηση μειοψηφίας η οποία διαρκώς θα αναδιαπραγματεύεται την υπερψήφιση των πολιτικών επιλογών της μέσα στη Βουλή, δελεάζοντας ή εκβιάζοντας κατά το δοκούν βουλευτές άλλων κομμάτων ανάλογα με το αντικείμενο της υπό συζήτησης ρύθμισης.
Είναι η λογική ότι στην εποχή μας δεν μπορούν να υπάρξουν πάντα τόσο ισχυρές παρατάξεις όπως στο παρελθόν, άρα μιλάμε για πρώτα κόμματα της τάξης του 30-35% που αναγκαστικά θα κάνουν κυβερνήσεις συμμαχίας, ενίοτε και μειοψηφίας και παράλληλα, όποτε μπορούν, θα λεηλατούν άλλα μικρότερα κόμματα, οδηγώντας και σε ένα συνδυασμό ενός μικρότερης εμβέλειας δικομματισμού με την αποσάθρωση των υπόλοιπων «ενδιάμεσων» κομμάτων.
Μάλιστα, στην εκδοχή του ΣΥΡΙΖΑ αυτό στηρίζεται και στην προεξόφληση μιας διαρκούς εκλογικής παρουσίας της ακροδεξιάς που εκ των πραγμάτων θα μειώνει το άθροισμα των κομμάτων του «συνταγματικού τόξου.
Η ιδιότυπη εκλογική αριθμητική του ΣΥΡΙΖΑ
Στον ΣΥΡΙΖΑ έχουν εικόνα της δυναμικής τους. Ξέρουν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα που δεν θα μπορεί εύκολα να παίρνει πάνω από 35-37%. Για ιστορικούς λόγους – που περιλαμβάνουν ότι ένας πυρήνας του ΠΑΣΟΚ δεν θα διαλυθεί ενώ το ΚΚΕ έχει μια δύσκολα αμφισβητούμενη διεκδίκηση τμήματος της αριστερόστροφης ψήφου– ξέρει ότι δεν θα πάρει εύκολα παραπάνω στην ιστορική περίοδο που διανύουμε, ακόμη και εάν «αναζωογονηθεί» από ένα «δεξιό διάλειμμα». Άρα ακόμη και εάν βρει έναν σύμμαχο, πάλι δύσκολα θα φτάνει, σε καθεστώς απλής αναλογικής, το ευκταίο 50%. Επομένως, το ενδεχόμενο κυβέρνησης μειοψηφίας με τον τρόπο που το περιέγραψε η κ. Χριστοδουλοπούλου είναι σε μεγάλο βαθμό τμήμα του σχεδιασμού του ΣΥΡΙΖΑ και αυτό εξηγεί γιατί δοκιμάζει τώρα τα ίδια τα όρια της λειτουργίας του κοινοβουλίου.
Προφανώς και υπάρχει ο αντίλογος ότι όλα αυτά απλώς αντανακλούν μια πανευρωπαϊκή τάση, καθώς γενικά υποχωρούν τα ποσοστά του πρώτου κόμματος και αυξάνουν οι κυβερνήσεις συνεργασίας, με αποκορύφωμα την εντυπωσιακή δυστοκία που ακολούθησε τις γερμανικές εκλογές του 2017.
Μόνο που τα ευρωπαϊκά κράτη, σε γενικές γραμμές, στηρίζονται σε μια αρκετά έντονη «συνέχεια του κράτους» που επιτρέπει να γίνονται διαπραγματεύσεις για νέα κυβέρνηση χωρίς να παραλύει η χώρα.
Ο κίνδυνος από τη ρευστοποίηση του πολιτικού συστήματος
Εκ των πραγμάτων συστήματα που στηρίζονται στις κυβερνήσεις συνεργασίας αλλά και σε κυβερνήσεις μειοψηφίας που διαρκώς αναδιαπραγματεύονται τη στήριξή τους και από άλλους βουλευτές, διαμορφώνουν ένα πιο ρευστό κοινοβουλευτικό σκηνικό.
Είναι καταστάσεις που ευνοούν τις μεταπηδήσεις βουλευτών και τις ανακατατάξεις στις κοινοβουλευτικές ομάδες. Δίνουν έναυσμα, εάν το επιτρέπει ο εκλογικός νόμος, για έναν πολλαπλασιασμό μικρότερων κομμάτων που στη συνέχεια «συμπεριφέρονται» ως ιδιότυπα συμπληρώματα για το σχηματισμό πλειοψηφιών. Ενισχύουν φαινόμενα διάλυσης κομμάτων εν μέσω της κοινοβουλευτικής θητείας και σχηματισμού νέων.
Θα μπορούσε κανείς να πει ότι όλα αυτά αντανακλούν και το πώς οι κοινωνίες μας είναι πιο σύνθετες και δεν είναι εύκολο να πολωθούν στη βάση των κλασικών «διαιρετικών τομών».
Όμως, αυτό που παραβλέπουν τέτοιες τοποθετήσεις είναι ακριβώς ότι όλα αυτά οδηγούν σε κοινοβούλια που άλλον συσχετισμό εκφράζουν στις εκλογές και άλλον μετά.
Όμως, η αντιστοιχία ανάμεσα στους εκλογικούς συσχετισμούς και τους κοινοβουλευτικούς επιτρέπει στον ψηφοφόρο να αισθάνεται ότι κάτι ψήφισε και ότι αυτό που ψήφισε κινείται στην κατεύθυνση της εντολής που έλαβε από τους εκλογείς του. Διαμορφώνει ουσιαστικά μια συνθήκη διαρκούς πολιτικής λογοδοσίας που ευνοεί και την πολιτική συμμετοχή (ο πολίτης έχει παραπάνω λόγους να συμμετέχει στο κόμμα που υποστηρίζει και να μην είναι απλώς ψηφοφόρος) και την καλύτερη λειτουργία των δημοκρατικών θεσμών.
Γιατί διαφορετικά η γενίκευση της πεποίθησης ότι τα κόμματα και οι βουλευτές δεν λογοδοτούν στους ψηφοφόρους τους και απλώς παίρνουν μια εντολή που τη χειρίζονται κατά το δοκούν ως προς τις συλλογικές αποφάσεις και εντελώς καιροσκοπικά ως προς τις ατομικές επιλογές των βουλευτών, απλώς ενισχύει την αντικοινοβουλευτική και τελικά αντιδημοκρατική ρητορική της άκρας δεξιάς.
in.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου