Τι θα φέρει το 2025; Κανείς δεν μπορεί να απαντήσει με απόλυτη βεβαιότητα στο παρακάτω ερώτημα, αφού τα τελευταία – πολλά – χρόνια, οι εξελίξεις βρίσκουν τον τρόπο να μας εκπλήσσουν, συχνά δυσάρεστα. Αλλά τα δεδομένα, γεωπολιτικά, οικονομικά και τεχνολογικά, λίγο πριν μας αποχαιρετίσει το 2024, δίνουν μία πρόγευση.
Με βάση αυτά η Capital Economics προσπάθησε να συγκεντρώσει τα πιθανά σενάρια για το τι μπορεί να πάει στραβά μέσα στην επόμενη χρονιά. Εντοπίζει τους κύριους κινδύνους και προσδιορίζει τις πιθανότητες να γίνουν πραγματικότητα και το πόσο ισχυρός θα είναι ο αντίκτυπός τους
Κίνδυνος Νο. 1: Παγκόσμιος εμπορικός πόλεμος
Μεσαίας κλίμακας κίνδυνος με μεσαίο προς υψηλό αντίκτυπο
Τι θα τον πυροδοτούσε: Μία επιθετική απάντηση άλλων χωρών στους αμερικανικούς δασμούς
Η βασική πρόβλεψη της CE είναι ότι η επερχόμενη κυβέρνηση Τραμπ θα επιβάλλει αξιοσημείωτους δασμούς στις εισαγωγές, αλλά τα αντίποινα των άλλων χωρών θα είναι σχεδιασμένα κατά τρόπο, που να αποφεύγεται η κλιμάκωση με την Ουάσινγκτον. Κάτι τέτοιο συνάδει και με την εμπειρία της πρώτης διακυβέρνησης Τραμπ και θα σήμαινε ότι το παγκόσμιο εμπόριο θα μπορέσει να αναπτυχθεί (αν και σχετικά βραδέως). Αλλά μπορεί να κάνουμε και λάθος, προειδοποιούν οι αναλυτές.
Είναι πιθανό οι δασμοί να υπερβούν το οριζόντιο 10% και το δασμό 60% στις εισαγωγές από την Κίνα, που έχει υποθέσει η CE στις προβλέψεις της. Οι εξαιρέσεις αγαθών και υπηρεσιών θα μπορούσαν να είναι πιο λίγες από ό,τι έχουμε υπολογίσει. Και, το πιο σημαντικό, άλλες χώρες θα μπορούσαν να αντιδράσουν με τρόπο που θα πυροδοτούσε περαιτέρω προστατευτικά μέτρα από τις ΗΠΑ. Η ΕΕ και η Κίνα θα μπορούσαν να απαντήσουν πιο επιθετικά στους δασμούς, για παράδειγμα στοχεύοντας τις αμερικανικές τεχνολογικές εταιρείες.
Επιπλέον, εάν επιτρέψουν στα νομίσματά τους να αποδυναμωθούν έναντι του δολαρίου, η Ουάσινγκτον μπορεί να το ερμηνεύσει ως προσπάθεια «αποφυγής» των δασμών και να το χρησιμοποιήσει ως βάση για την επιβολή πρόσθετων προστατευτικών μέτρων. Αυτό θα μπορούσε να οδηγήσει σε παγκόσμιο εμπορικό πόλεμο, ο οποίος, αν και μπορεί να πάρει διάφορες μορφές, σε ακραίο βαθμό θα μπορούσε να μειώσει το παγκόσμιο ΑΕΠ κατά 2-3%.
Kίνδυνος Νο. 2: Η αύξηση του πληθωρισμού (ξανά)
Χαμηλός έως μέτριος κίνδυνος, υψηλός αντίκτυπος
Βασικές αιτίες: Γενική αύξηση δασμών, εκτεταμένα μέτρα περιορισμού της μετανάστευσης, δημοσιονομική επέκταση
Στις βασικές προβλέψεις, η Capital Economics υποθέτει ότι οι υψηλότεροι δασμοί θα ωθήσουν τον πληθωρισμό των ΗΠΑ κοντά στο 3% το επόμενο έτος, για να επιστρέψει στον στόχο του 2% το 2026. Αυτό δεν θα έπρεπε να προκαλέσει σημαντική ανησυχία στη Fed. Και οι πληθωριστικές πιέσεις σε άλλες μεγάλες προηγμένες οικονομίες θα συνεχίσουν να μειώνονται το επόμενο έτος, βοηθούμενες από την ομαλοποίηση στις αγορές εργασίας. Ωστόσο, αρκετοί ανοδικοί κίνδυνοι επιμένουν.
Ένας από αυτούς συνδέεται με τον πρώτο κίνδυνο: άλλες χώρες μπορεί να απαντήσουν σε μια προστατευτική στροφή των ΗΠΑ με την επιθετική αύξηση δασμών, ωθώντας τον παγκόσμιο πληθωρισμό προς τα πάνω. Ένας άλλος κίνδυνος είναι ότι μέτρα για τον περιορισμό της μετανάστευσης θα οδηγήσουν σε ελλείψεις εργατικού δυναμικού και αυξήσεις τιμών σε τομείς που εξαρτώνται από εργατικά χέρια μεταναστών.
Η αντίστοιχη αύξηση του γενικού πληθωρισμού μπορεί να μην είναι τεράστια – ίσως μερικά δέκατα της ποσοστιαίας μονάδας στις προηγμένες οικονομίες – αλλά θα μπορούσε να είναι αρκετή για να επιβραδύνει τον ρυθμό χαλάρωσης της νομισματικής πολιτικής από τις κεντρικές τράπεζες. Τέλος, εάν τα σχέδια για δημοσιονομική σύσφιξη στις προηγμένες οικονομίες καθυστερήσουν, το αποτέλεσμα θα είναι ακόμη μεγαλύτερα ελλείμματα προϋπολογισμού από αυτά που προβλέπει η CE.
Κίνδυνος No. 3: Δημοσιονομικός εκτροχιασμός
Υψηλός κίνδυνος, μέτριος αντίκτυπος
Πολλές κυβερνήσεις προηγμένων οικονομιών θα διαχειριστούν δημοσιονομικές θέσεις το επόμενο έτος που δοκιμάζουν τα όρια της αγοράς ομολόγων. Η Capital Economics υποθέτει ότι δεν θα υπερβούν αυτά τα όρια, προκαλώντας κρίσεις που συνδέονται με τα δημοσιονομικά. Αυτή η υπόθεση μπορεί να αποδειχθεί λανθασμένη, προειδοποιεί. Η δημοσιονομική κατάσταση της Γαλλίας είναι μια προφανής ανησυχία – ακόμη και η συγκρότηση κυβέρνησης ικανής να εγκρίνει έναν συνετό προϋπολογισμό για το επόμενο έτος φαίνεται να αποτελεί πρόκληση.
Ωστόσο, όταν πρόκειται για τη βιωσιμότητα των δημοσιονομικών, οι αντιλήψεις έχουν εξίσου μεγάλη σημασία με την πολιτική. Έτσι, πολλά θα εξαρτηθούν από το τι λένε οι κυβερνήσεις και όχι από το τι κάνουν. Αν οι ηγέτες δώσουν την εντύπωση ότι η δέσμευσή τους για μακροπρόθεσμη δημοσιονομική πειθαρχία εξασθενεί – ή ότι είναι αποφασισμένοι να προωθήσουν πρόσθετες φοροελαφρύνσεις ή αυξήσεις δαπανών χρηματοδοτούμενες από δανεισμό – τότε η αντίδραση στις αγορές ομολόγων θα μπορούσε να είναι γρήγορη και έντονη.
Ένας βασικός κίνδυνος σε αυτό το πλαίσιο είναι ότι η επερχόμενη κυβέρνηση Τραμπ θα προωθήσει πρόσθετες φορολογικές περικοπές χρηματοδοτούμενες από υψηλότερο δανεισμό, αδιαφορώντας για τις ανησυχίες των αγορών. Αυτό θα απειλούσε με απότομη άνοδο των αποδόσεων των ομολόγων και αντίστοιχη σύσφιξη των χρηματοοικονομικών συνθηκών.
Ο αντίκτυπος θα μπορούσε να αποδειχθεί έντονος αλλά βραχύβιος, εάν η κυβέρνηση υποχωρήσει υπό την πίεση της αγοράς. Αλλά αν η κίνηση στις αγορές είναι έντονη, θα μπορούσε ακόμη να αποκαλύψει κρυμμένες ευπάθειες στο χρηματοοικονομικό σύστημα. Ας μην ξεχνάμε το παράδειγμα της Λιζ Τρας στη Βρετανία, που κόντεψε να οδηγήσει στην κατάρρευση τα ασφαλιστικά ταμεία.
Υψηλός κίνδυνος, μέτριος αντίκτυπος
Πολλές κυβερνήσεις προηγμένων οικονομιών θα διαχειριστούν δημοσιονομικές θέσεις το επόμενο έτος που δοκιμάζουν τα όρια της αγοράς ομολόγων. Η Capital Economics υποθέτει ότι δεν θα υπερβούν αυτά τα όρια, προκαλώντας κρίσεις που συνδέονται με τα δημοσιονομικά. Αυτή η υπόθεση μπορεί να αποδειχθεί λανθασμένη, προειδοποιεί. Η δημοσιονομική κατάσταση της Γαλλίας είναι μια προφανής ανησυχία – ακόμη και η συγκρότηση κυβέρνησης ικανής να εγκρίνει έναν συνετό προϋπολογισμό για το επόμενο έτος φαίνεται να αποτελεί πρόκληση.
Ωστόσο, όταν πρόκειται για τη βιωσιμότητα των δημοσιονομικών, οι αντιλήψεις έχουν εξίσου μεγάλη σημασία με την πολιτική. Έτσι, πολλά θα εξαρτηθούν από το τι λένε οι κυβερνήσεις και όχι από το τι κάνουν. Αν οι ηγέτες δώσουν την εντύπωση ότι η δέσμευσή τους για μακροπρόθεσμη δημοσιονομική πειθαρχία εξασθενεί – ή ότι είναι αποφασισμένοι να προωθήσουν πρόσθετες φοροελαφρύνσεις ή αυξήσεις δαπανών χρηματοδοτούμενες από δανεισμό – τότε η αντίδραση στις αγορές ομολόγων θα μπορούσε να είναι γρήγορη και έντονη.
Ένας βασικός κίνδυνος σε αυτό το πλαίσιο είναι ότι η επερχόμενη κυβέρνηση Τραμπ θα προωθήσει πρόσθετες φορολογικές περικοπές χρηματοδοτούμενες από υψηλότερο δανεισμό, αδιαφορώντας για τις ανησυχίες των αγορών. Αυτό θα απειλούσε με απότομη άνοδο των αποδόσεων των ομολόγων και αντίστοιχη σύσφιξη των χρηματοοικονομικών συνθηκών.
Ο αντίκτυπος θα μπορούσε να αποδειχθεί έντονος αλλά βραχύβιος, εάν η κυβέρνηση υποχωρήσει υπό την πίεση της αγοράς. Αλλά αν η κίνηση στις αγορές είναι έντονη, θα μπορούσε ακόμη να αποκαλύψει κρυμμένες ευπάθειες στο χρηματοοικονομικό σύστημα. Ας μην ξεχνάμε το παράδειγμα της Λιζ Τρας στη Βρετανία, που κόντεψε να οδηγήσει στην κατάρρευση τα ασφαλιστικά ταμεία.
Κίνδυνος Νο. 4: Σκάει η φούσκα του χρηματιστηρίου
Μέτριος κίνδυνος, χαμηλός έως μέτριος αντίκτυπος
Βασικές αιτίες: Απογοητευτικά κέρδη των μεγάλων τεχνολογικών εταιρειών· Στοιχεία για επιβράδυνση της τεχνητής νοημοσύνης (AI)
Η εκτίμηση της CE είναι ότι το 2025 θα είναι μια ακόμη καλή χρονιά για τις αμερικανικές μετοχές, με τον δείκτη S&P 500 να οδεύει ολοταχώς προς τις 7.000 μονάδες. Αυτό όμως βασίζεται στην ιδέα ότι – ενώ η AI θα αποδώσει σημαντικά μακροοικονομικά οφέλη στο μέλλον – μια φούσκα συνεχίζει να διογκώνεται γύρω από τις τεχνολογικές μετοχές, καθώς οι επενδυτές προσπαθούν να συλλάβουν τα οφέλη της τεχνολογίας πριν αυτά αποτυπωθούν στην πραγματική οικονομία.
Η άποψη των αναλυτών της Capital Economics είναι ότι η φούσκα έχει ακόμη περιθώριο να διογκωθεί, αλλά είναι πιθανό να σκάσει νωρίτερα από ό,τι αναμένεται. Το σκάσιμο αυτής της φούσκας θα ήταν ένα γεγονός που θα προκαλούσε τριγμούς και αιμορραγία στις αγορές, αλλά οι μακροοικονομικές του συνέπειες θα μπορούσαν να είναι εκπληκτικά περιορισμένες.
Θα υπάρξει πλήγμα στην καταναλωτική δαπάνη μέσω των επιπτώσεων στον πλούτο, αλλά είναι πιθανό να είναι σχετικά μικρό. Οι επιχειρηματικές επενδύσεις θα υποφέρουν, αλλά δεν αποτελούν κύριο μοχλό της οικονομικής ανάπτυξης των ΗΠΑ. Το ΑΕΠ μπορεί να παραμείνει στάσιμο για μερικά τρίμηνα, αλλά η ύφεση που πολλοί ίσως προβλέπουν δεν είναι αναπόφευκτη.
Κίνδυνος Νο. 5: Υπερπροσφορά ενέργειας
Μεσαίος προς υψηλός κίνδυνος, μέτριος αντίκτυπος
Βασικές αιτίες: Άνοιγμα των «κρουνών» από τον ΟΠΕΚ+
Η περισσότερη προσοχή εστιάζεται στους καθοδικούς κινδύνους για την παγκόσμια προσφορά πετρελαίου: στην πιθανότητα το Ισραήλ να πλήξει εγκαταστάσεις στο Ιράν, την προοπτική αυστηρότερων κυρώσεων από τις ΗΠΑ στην Τεχεράνη και την απειλή περαιτέρω διαταραχών στις θαλάσσιες οδούς της Μέσης Ανατολής. Αλλά ο μεγαλύτερος κίνδυνος ίσως να βρίσκεται προς την αντίθετη κατεύθυνση, προειδοποιεί η CE. Ίσως δούμε μια σημαντική αύξηση στην παγκόσμια προσφορά πετρελαίου το επόμενο έτος.
Τα τελευταία χρόνια, ο ΟΠΕΚ+ έχει περιορίσει την προσφορά για να στηρίξει τις τιμές. Αλλά αυτή η στρατηγική δεν έχει αποδώσει τα αναμενόμενα αποτελέσματα. Η τιμή του Brent έχει πέσει από περίπου $85/βαρέλι στο τέλος του πρώτου τριμήνου στα $73/βαρέλι σήμερα. Η τιμή είναι πολύ χαμηλότερη από το επίπεδο που χρειάζονται τα βασικά μέλη του ΟΠΕΚ+ για να ισοσκελίσουν τους προϋπολογισμούς τους και τις ισοζυγίες τρεχουσών συναλλαγών τους (ο προϋπολογισμός της Σαουδικής Αραβίας ισοσκελίζεται στα περίπου $90/βαρέλι).
Αυτό αυξάνει την πιθανότητα οι Σαουδάραβες και άλλα ισχυρά μέλη του ΟΠΕΚ+ να αλλάξουν στρατηγική, από την προσπάθεια στήριξης των τιμών στη διεκδίκηση μεγαλύτερου μεριδίου αγοράς από παραγωγούς υψηλότερου κόστους. Με άλλα λόγια, το 2025 μπορεί να είναι το έτος που ο ΟΠΕΚ+ «ανοίγει τους κρουνούς».
Αν συμβεί αυτό, οι τιμές του πετρελαίου θα μπορούσαν να καταρρεύσουν, επηρεάζοντας παραγωγούς και επενδυτές. Ο αντίκτυπος στον υπόλοιπο κόσμο θα είναι βεβαίως θετικός, μέσω των ενεργειακών τιμών και του πληθωρισμού. Αν οι τιμές του πετρελαίου πέσουν στα $60/βαρέλι, ο ετήσιος πληθωρισμός στις προηγμένες οικονομίες θα μπορούσε να μειωθεί κατά 0,2 ποσοστιαίες μονάδες. Αν πέσουν στα $40/βαρέλι – που μπορεί να φαίνεται ακραίο αλλά είναι πιθανό – τότε ο πληθωρισμός θα μπορούσε να μειωθεί κατά περίπου 0,4 ποσοστιαίες μονάδες.
Και μία θετική έκπληξη: Περισσότερη ανάπτυξη
Μεσαία πιθανότητα, υψηλός αντίκτυπος
Βασικές αιτίες: Πολλαπλοί παράγοντες, αλλά απαιτείται η ενίσχυση της παραγωγικότητας
Είναι φυσικό για τους οικονομολόγους να εστιάζουν στους καθοδικούς κινδύνους για την ανάπτυξη, αλλά το 2025 μπορεί να είναι το έτος που θα έχουμε μία θετική οικονομική έκπληξη. Ενώ οι δασμοί είναι πιθανό να αυξήσουν τον πληθωρισμό στις ΗΠΑ το επόμενο έτος, ο πληθωρισμός σε άλλες μεγάλες οικονομίες πιθανότατα θα κινηθεί προς τους στόχους του 2%. Αυτό θα μειώσει τις πιέσεις στα πραγματικά εισοδήματα των νοικοκυριών. Παράλληλα, η τραπεζική χρηματοδότηση – η οποία ήταν ιδιαίτερα ασθενής το τελευταίο έτος – μπορεί να ανακάμψει μετά από μειώσεις των επιτοκίων.
Αν και δεν αναμένεται μεγάλη οικονομική ώθηση από την Κίνα, είναι πιθανό η νομισματική και δημοσιονομική στήριξη να είναι μεγαλύτερη από ό,τι προβλέπεται.
Με τις περισσότερες οικονομίες να βρίσκονται κοντά στην πλήρη απασχόληση, μια θετική έκπληξη στην ανάπτυξη θα απαιτούσε βελτίωση στην προσφορά. Στις προηγμένες οικονομίες, θα απαιτηθεί η αύξηση της παραγωγικότητας που παρατηρήθηκε στις ΗΠΑ στο πρώτο μισό του 2024 να διατηρηθεί και να επεκταθεί. Στην Κίνα, θα χρειαστούν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για την αντιμετώπιση των εμποδίων στην δυνητική ανάπτυξη. Σοβαρές προσπάθειες για την ανακατεύθυνση περισσότερου εισοδήματος στα νοικοκυριά θα ήταν ένα σημαντικό βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.
Συνολικά, αυτό θα μπορούσε να ωθήσει την πρόβλεψη της CE για την παγκόσμια ανάπτυξη από το 3% κοντά στο 4% το 2025. Θα απαιτηθεί όμως πολλά να πάνε καλά – και κανένας από τους αναφερθέντες κινδύνους να μην υλοποιηθεί.
naftemporiki.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου