Δεν σκοπεύω να μπω απρόσκλητος στα εργαστήρια της κινηματογραφικής κριτικής, που τα σέβομαι, γιατί λειτουργούν ως γέφυρα μετάβασης του φιλοθεάμονος κοινού, από τους ανήσυχους και ερευνητικούς προβληματισμούς του, στη γοητεία της μεγάλης οθόνης. Σ’ αυτό το κάτασπρο πανί που γνώρισε και γνωρίζει τα οσκαρικά, βενετσιάνικα και βερολινέζικα βραβεία, στις βραδινές «γκαλά» με την επισημότητα και τη mondanité, την κοσμικότητα των κινηματογραφικών αστέρων. Αλλά, φευ και με τις α-λα Χρυσή Αυγή εφορμήσεις για το κουρέλιασμα από φανατισμένους θρησκόληπτους κάθε μεγάλης πάνινης οθόνης πριν από μερικά χρόνια, που επρόβαλε κινηματογραφικά έργα μη αρεστά σε κύκλους νεο-ιεροεξεταστικούς.
Μπαίνω μετά από τον απαραίτητο αυτό πρόλογο κατευθείαν στο «Σινεμά ο Παράδεισος» του Τζουζέπε Τορνατόρε, που με καθήλωσε επί 2ωρο πριν από λίγες ημέρες στο κανάλι OPEN σε μεταμεσονύχτια προβολή του. Είναι η τρίτη φορά που πραγματικά με καθήλωσε με μεικτά συναισθήματα νοσταλγίας, ψυχικής ανάτασης, αλλά και αγαλλίασης, η ταινία αυτή του 1988, που ήταν και είναι με αρκετά άλλα έργα του ιταλικού νεορεαλιστικού κινηματογράφου, υπόδειγμα σκηνοθεσίας, ερμηνείας, σκηνογραφίας, μουσικής, ενδυματολογίας και βάλε…
Πάνω απ’ όλα όμως ο νεορεαλιστικός κινηματογράφος είναι η προέκταση του ψυχισμού της ανθρώπινης κοινωνίας, ή απλούστερα η έκφραση του πόνου, της χαράς και των ιδανικών όπως σωστά γράφει ο Ζωρζ Σαντούλ, κορυφαίος γάλλος ιστορικός και κριτικός του κινηματογράφου στο πλούσιο συγγραφικό του έργο.
Το «Σινεμά ο Παράδεισος» αποτελεί μια κοινωνική ανατομία, ύμνο στα όνειρα και καταγγελία για τις απογοητεύσεις των ανθρώπων της επαρχίας του ιταλικού νότου, αλλά και κάθε επαρχίας του ευρωμεσογειακού νότου, με το ταμπεραμέντο των κοινωνιών της ιστορικής Μεσογείου.
Προσωπικά εβίωσα στα παιδικά και εφηβικά μου χρόνια αυτή τη σαγήνη της ιταλικής μεγάλης οθόνης στην πατρίδα μου τη Λιβαδειά, που είχε το προνόμιο στις δεκαετίες 1940, 1950, 1960 λόγω της κοντινής απόστασής της με την Αθήνα, να φιλοξενεί και να προβάλλει αμέτρητες ταινίες του ιταλικού αλλά και του παγκόσμιου σινεμά, στους κινηματογράφους «Αρμονία», «Αλκαζάρ», «Έρκυνα» και «Διονύσια». Ειδικότερα η «Αρμονία» διέθετε και ευρύχωρη σκηνή για θεατρικά έργα.
Σε κάποιες περιόδους ανόητης και αντιδραστικής παιδαγωγικής αυστηρότητας και μάλιστα στις δεκαετίες 50 και 60, απαγορευόταν η είσοδος στα σινεμά από κάποιους αναχρονιστικούς γυμνασιάρχες επί ποινή αποβολής των «ατάκτων» μαθητών που παραβίαζαν αυτή την απαγόρευση. Αποτέλεσμα: Γέμιζαν οι «γαλαρίες», οι εξώστες των σινεμά, από τον αθέατο για τους θεατές της πλατείας επαναστατικό μαθητόκοσμο, από εφήβους που επλούτιζαν την αυτομόρφωσή τους από τα ρεπερτόρια του ιταλικού και παγκόσμιου κινηματογράφου.
Επιστρέφοντας στο έργο του Τορνατόρε «Σινεμά ο Παράδεισος», που έχει τιμηθεί με βραβείο Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας, μοιραία καλούμαι ν’ αντιπαραβάλω αυτή την ταινία, όπως και ταινίες του καλού παγκόσμιου κινηματογράφου, με την καταιγιστική χαλαζόπτωση από αμέτρητες (ευτυχώς όχι όλες) ταινίες-ή ορθότερα ψηφιακά κινηματογραφικά έργα-που έχουν μετατρέψει τον κινηματογράφο σε μύλο που αλέθει και κονιορτοποιεί κλασικές ανθρώπινες αξίες. Σενάρια, σκηνοθεσίες, σκηνογραφίες που μεταφέρουν τον θεατή σε μια νεο-μυθολογία με προϊστορικά τέρατα-τα περισσότερα ανύπαρκτα στο ζωϊκό βασίλειο. Τέρατα-πρωταγωνιστές σε κοινωνίες με αρρωστημένα κινηματογραφικά ανθρώπινα κατασκευάσματα. Δηλαδή δείγματα προσχεδιασμένης απόδρασης από τον ρεαλισμό της καθημερινής ζωής. Ή ορθότερα κατασκευή μιας αριστοφανικής νεφελοκοκκυγίας που δεν είναι παρά ο επιβεβλημένος δημόσιος διασυρμός μιας κοινωνίας ουτοπικής, γεμάτης από πτηνά, ομοιώματα ανθρώπων που φωλιάζουν στα σύννεφα και από εκεί ρίχνουν βροχή, εκδικητικά τα περιττώματά τους, τις κουτσουλιές στα κεφάλια των ανύποπτων αγαθών και «νομιμοφρόνων» ανθρώπων…
Συνοπτική περίληψη του έργου
Στη μεταπολεμική Ιταλία, σε χωριό της Σικελίας, ένα αγόρι μαθαίνει τη λειτουργία του κινηματογράφου από τον μηχανικό προβολής. Ταμπέλα του κινηματογράφου «Σινεμά ο Παράδεισος». Ο κινηματογράφος παραδίδεται στις φλόγες, από την ανάφλεξη των ταινιών της σελιλόζας που θυμίζουν τη φωτιά της πυρίτιδας. Το αγόρι μετά βίας, σώζει από την απανθράκωση τον μηχανικό προβολής. Ο κινηματογράφος ερειπώνεται και μετά από πολλά χρόνια, το αγόρι επιστρέφει από την Αμερική όπου μετανάστευσε, ανακαινίζοντας με την τελευταία λέξη της τεχνολογίας το «Σινεμά ο Παράδεισος». Στα εγκαίνια παρουσιάζεται τυφλός πια, ο δάσκαλος του μικρού τότε μαθητευόμενου. Σμίγουν και οι δύο σ’ ένα συγκινητικό συναπάντημα…
in.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου