Παρασκευή 17 Ιανουαρίου 2025

Με κέρδη 4,5 δισ. ευρώ κλείνουν οι τράπεζες το 2024 - Τι βλέπουν οι αναλυτές

Του Νίκου Κωτσικόπουλου

Εξαιρετική χρονιά αποδείχθηκε το 2024 για τις ελληνικές τράπεζες που σύμφωνα με συγκλίνουσες πληροφορίες και εκτιμήσεις αναλυτών έχει οδηγήσει σε συνολική κερδοφορία περίπου 4,5 δισ. ευρώ.

Είναι χαρακτηριστικό ότι στο εννεάμηνο 2024, οι τράπεζες ανακοίνωσαν καθαρά κέρδη περίπου 3,51 δισ. ευρώ, έναντι κερδών 3,62 δισ. ευρώ για όλο το έτος 2023 (και κερδών 2,82 δισ. ευρώ στο αντίστοιχο εννεάμηνο το 2023).

Στην πραγματικότητα τα καθαρά κέρδη της περυσινής χρονιάς που ετοιμάζονται να ανακοινώσουν σε ένα μήνα οι ελληνικές τράπεζες μαζί με τις πρώτες εκτιμήσεις τους για φέτος, μπορούν να αποδειχθούν ακόμα μεγαλύτερα. Η αμφιβολία που έχουν κάποιοι αναλυτές, είναι κατά πόσον τελικά θα αποτυπωθούν στο σύνολό τους ή θα ψαλιδιστούν μέχρι και 200 εκατ. ευρώ χαμηλότερα, για την ανάγκη να τηρηθούν εφεδρείες σε μία απαιτητική χρονιά όπως είναι το 2025, ώστε να παραμείνει ο πήχης κερδών και μερισμάτων, ψηλά και φέτος.

Τι κάνει απαιτητικό το 2025; "Αρκετοί παράγοντες" απαντούν οι ειδικοί και ξεκινούν από την αναμενόμενη μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ η οποία πιέζει τα επιτόκια euribor προς τα κάτω, στριμώχνοντας αντίστοιχα και τα περιθώρια των τραπεζών. 

Η μεγαλύτερη δυνατή μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ, είναι το καλύτερο δώρο για τις επιχειρήσεις και τους ιδιώτες δανειολήπτες, αλλά είναι στενόχωρη για μεγάλα τραπεζικά περιθώρια και εύκολα κέρδη.

Οι τέσσερις προκλήσεις του 2025

Τα μικρότερα περιθώρια πρέπει να υποκατασταθούν από ικανή αύξηση των νέων τραπεζικών χορηγήσεων, ώστε τα έσοδα από τόκους να ισοφαρίσουν και ακόμα καλύτερα να ξεπεράσουν τις όποιες απώλειες από τα μεγάλα περιθώρια. Ένα τέταρτο της μονάδας μείωση στα επιτόκια, σημαίνει μια πιθανή απώλεια 100-120 εκατ. ευρώ για τις ελληνικές τράπεζες. Όμως έτσι και αλλιώς, μπορούν και στοχεύουν να δώσουν πολλά νέα δάνεια φέτος για να αναπληρώσουν τις απώλειες αυτές.

Πέρα από το σκέλος των εσόδων από τόκους όμως, οι τράπεζες πρέπει να ξεπεράσουν απώλειες εσόδων και από τη μείωση και κατάργηση των προμηθειών που υποχρεώνονται να εφαρμόσουν από την αρχή της χρονιάς φέτος. 

Σε αυτές τις προκλήσεις πρέπει να προστεθεί η ανάγκη να διατηρήσουν υψηλά αποθεματικά λόγω της εφαρμογής των νέων εποπτικών κανόνων της Βασιλείας IV. Ωστόσο οι εκτιμήσεις που έχει διατυπώσει ο πρόεδρος της Εθνικής Τράπεζας και της Ελληνικής Ένωσης Τραπεζών, Γκίκας Χαρδούβελης, δείχνει ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν κάνει ήδη τον προγραμματισμό τους και δεν προβληματίζονται από αυτό. 

Σε όλα αυτά τέλος, πρέπει να προστεθούν τα κόστη των τραπεζών από τη συνεισφορά τους στο πρόγραμμα σχολικών υποδομών "Μαριέττα Γιαννάκου".

Πληροφορίες και εκτιμήσεις αναλυτών θέλουν τις τράπεζες να έχουν μεταφέρει όλα αυτά τα κόστη μαζί με εκείνα από δαπάνες εθελουσίας εξόδου, μέχρι τιτλοποιήσεις και προβλέψεις απομείωσης, στο τελευταίο τρίμηνο του 2024. Έτσι ώστε να ενισχύσουν τα αποτελέσματα του 2025, μια και οι περυσινοί στόχοι έχουν ήδη υπερκερασθεί.

Τα επιτόκια είναι ο πιο κρίσιμος παράγοντας

Ωστόσο ο βασικός παράγοντας που θα επηρεάσει την κερδοφορία των τραπεζών παραμένουν τα επιτόκια, με τα οποία κάνουν και τους υπολογισμούς τους. Οι εκτιμήσεις που έκαναν ξένοι οίκοι και οι ελληνικές τράπεζες ήταν συντηρητικές. Προέβαλαν σενάριο μεγάλων μειώσεων επιτοκίων της ΕΚΤ, που θέλει να  ξεκινήσει η χρονιά με μία πρώτη μείωση jumbo, (όπως τη λένε οι Αμερικανοί), της τάξης του 0,50%. Η μείωση από την αρχή της χρονιάς θα έχει επίπτωση στα επιτοκιακά έσοδα όλου του έτους. Αυτή τη στιγμή οι αγορές δεν το βλέπουν πιθανό, στο ύψος που τιμολογούν τα επιτόκια.  

Το σενάριο αυτό συνοδεύεται από την υπόθεση εργασίας, ότι τα επιτόκια της ΕΚΤ θα μειωθούν στο τέλος του πρώτου εξαμήνου φέτος στο 1,75% δηλαδή κάτω από το στόχο 2% για τον πληθωρισμό, ώστε να δοθεί ώθηση στις μεγάλες οικονομίες της Ευρωζώνης που υποφέρουν από στασιμότητα.

Το συγκεκριμένο σενάριο συγκέντρωνε πιθανότητες στις αρχές Δεκεμβρίου, αλλά ένα μήνα αργότερα το περιβάλλον έχει διαφοροποιηθεί σημαντικά. Η πιθανή εφαρμογή αυξημένων δασμών από τη διακυβέρνηση Τραμπ στις ΗΠΑ, ανησυχεί την ΕΚΤ και τη Fed και δεν ταιριάζει καλά με μείωση των επιτοκίων, ενώ το ευρώ έχει υποχωρήσει έναντι του δολαρίου.

Οι διοικήσεις των τραπεζών συνεκτιμούν αυτούς τους παράγοντες κι έχουν περιθώριο για τους σχεδιασμούς τους μετά τη διήμερη σύνοδο της ΕΚΤ στις 29 και 30 Ιανουαρίου, όταν και θα υπάρξουν ανακοινώσεις για τη νομισματική πολιτική. Οι αγορές αυτή τη στιγμή τιμολογούν ως πιθανότερη μία μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ 0,25%.

Το 2024 οι ελληνικές τράπεζες πέτυχαν το καλύτερο από δύο διαφορετικούς κόσμους: Να διατηρήσουν υψηλά τα έσοδά τους από τόκους καθώς οι μειώσεις επιτοκίων ξεκίνησαν στα μέσα της χρονιάς, τον Ιούνιο και στη συνέχεια να αυξήσουν τις  χορηγήσεις νέων δανείων με τα περιθώρια να μειώνονται μεν προσελκύοντας δανειολήπτες, ενόσω παρέμεναν όμως ακόμα υψηλά.

Το 2025 θα είναι διαφορετική χρονιά, αλλά οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών έχουν τον τρόπο να συνεχίσουν να επιτυγχάνουν υψηλούς στόχους, με δεδομένη και την πρόβλεψη για μία ακόμα χρονιά ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας. 

capital.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου