Πέμπτη 16 Ιανουαρίου 2025

Η Τούλσι Γκάμπαρντ, ο Σον Πεν και το κυνηγητό για έναν Αμερικανό όμηρο


Αρχές του 2019 ένας Λιβανοαμερικανός επιχειρηματίας προσπάθησε να φέρει μια εκπληκτική πληροφορία στην προσοχή της Τούλσι Γκάμπαρντ, τότε 37χρονης βουλευτή των Δημοκρατικών. Ο άνδρας της είπε ότι δύο χρόνια νωρίτερα, ενώ επισκέπτονταν μαζί τη Συρία, είχε γνωρίσει τον Όστιν Τάις, έναν ανεξάρτητο Αμερικανό δημοσιογράφο που απήχθη το 2012 ενώ εργαζόταν εκτός Δαμασκού.

Σύμφωνα με ρεπορτάζ του Economist o άνθρωπος που μετέδωσε την είδηση ​​ήταν ο Ελίας Καγουάμ, ο οποίος είχε επαφές με το καθεστώς του Μπασάρ αλ Άσαντ και είχε βοηθήσει στη διευθέτηση της τετραήμερης επίσκεψης της Γκάμπαρντ στη Συρία τον Ιανουάριο του 2017. Πηγές που γνωρίζουν τις λεπτομέρειες ανέφεραν ότι Καγουάμ είπε πως είδε τον Τάις με σάρκα και οστά – κάτι που τον καθιστούσε το τελευταίο γνωστό πρόσωπο που τον είχε συναντήσει πριν απαχθεί.

Το περιεχόμενο της συνομιλίας μεταξύ του Καγουάμ και της Γκάμπαρντ, που είναι τώρα η υποψήφια του Ντόναλντ Τραμπ για επικεφαλής των Υπηρεσιών Πληροφοριών (DNI), αμφισβητείται. «Δεν πήρε ποτέ αυτές τις πληροφορίες», είπε η Αλέξα Χένινγκ, εκπρόσωπος της μεταβατικής ομάδας του Τραμπ, απαντώντας σε ερωτήσεις για την Γκάμπαρντ. «Δεν είχε καμία αξιόπιστη πληροφορία για τον κ. Τάις. Διαφορετικά, θα είχε ενεργήσει».

Η υπόθεση Τάις δίνει μια γεύση από τις δαιδαλώδεις ανατροπές του κόσμου των πληροφοριών, στον οποίο θα εισέλθει η κυρία Γκάμπαρντ εάν επικυρωθεί ο διορισμός της ως DNI. Ο ρόλος περιλαμβάνει την αξιολόγηση εκθέσεων πληροφοριών για τον πρόεδρο και τη διατύπωση συστάσεων σχετικά με τους προϋπολογισμούς πολλών δισεκατομμυρίων δολαρίων 18 διαφορετικών υπηρεσιών (μεταξύ των οποίων είναι η CIA και η NSA). «Το ιδανικό άτομο για τη δουλειά θα ήταν ένα άτομο με θεσμική εμπειρία, που έχει ένα όραμα για το πώς να προσαρμόσει τις υπηρεσίες στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης. Η κυρία Γκάμπαρντ δεν είναι αυτό το άτομο», σχολιάζει ο Economist.
Μία επίσκεψη για την οποία δεν ενημέρωσε κανέναν

To 2017 η κ. Γκάμπαρντ ήταν μια μοναχική φωνή υπεράσπισης του Άσαντ, παρά το ιστορικό βαρβαρότητας του εναντίον του λαού του, που περιελάμβανε τη χρήση χημικών όπλων. Κατά τη διάρκεια του ταξιδιού της εκείνη τη χρονιά έγινε το πρώτο εν ενεργεία μέλος του Κογκρέσου που συνάντησε τον Άσαντ μετά την Αραβική Άνοιξη. Δεν ενημέρωσε εκ των προτέρων τους ηγέτες του κόμματός της, επικαλούμενη ανησυχίες για την ασφάλεια. Ούτε συντόνισε το ταξίδι της με το Στέιτ Ντιπάρτμεντ.

Ο Άνταμ Κίνζινγκερ, τότε Ρεπουμπλικανός βουλευτής, χαρακτήρισε την επίσκεψη της κας Γκάμπαρντ στη Συρία «ντροπή και όνειδος». Οι επικριτές της εξακολουθούν να θεωρούν την επίσκεψη ως ανησυχητική απόδειξη για την κρίση της και έναν λόγο για τον οποίο η Γερουσία πρέπει να αρνηθεί την υποψηφιότητά της.

Ωστόσο, η επίσκεψη της Γκάμπαρντ ήταν περισσότερα από όσα αναφέρθηκαν προηγουμένως. Υπηρετούσε ως «αγωγός» μεταξύ του Τραμπ και του Άσαντ, σύμφωνα με δύο άτομα που γνωρίζουν για το ταξίδι της και μίλησαν υπό καθεστώς ανωνυμίας στον Economist. Στα μέσα Νοεμβρίου 2016, μετά την νίκη του Τραμπ επί της Χίλαρι Κλίντον, η Γκάμπαρντ συναντήθηκε με τον εκλεγμένο πρόεδρο. Συζήτησαν για τη Συρία, είπε η κ. Γκάμπαρντ στη συνέχεια.
«Αγωγός» του Τραμπ

Στις 16 Ιανουαρίου 2016, τέσσερις ημέρες πριν από την ορκωμοσία του κ. Τραμπ, η κ. Γκάμπαρντ συνάντησε τον Άσαντ και τον ρώτησε αν θα μιλούσε απευθείας με τον Τραμπ αφού ο τελευταίος γίνει πρόεδρος, σύμφωνα με ένα από τα άτομα που γνωρίζουν την επίσκεψή της. (Σύμφωνα με το δεύτερο πρόσωπο, η κα Γκάμπαρντ παρέδωσε μια επιστολή από τον κ. Τραμπ στον Σύρο ηγέτη). Ο κ. Άσαντ είπε ότι θα ήταν πρόθυμος να μιλήσει με τον Αμερικανό πρόεδρο και έδωσε στην κ. Γκάμπαρντ έναν αριθμό τηλεφώνου. (Μια εκδοχή του περιστατικού είχε αναφερθεί και σε λιβανέζικη εφημερίδα τον Απρίλιο του 2017).

Η ίδια η Γκάμπαρντ αρνείται ότι συνέβη κάτι από αυτά, λέει η Χένινγκ. Επανέλαβε τη δήλωση που έκανε η κ. Γκάμπαρντ σχετικά με το ρεπορτάζ της λιβανέζικης εφημερίδας αμέσως μετά τη δημοσίευσή του: «Η κυβέρνηση Τραμπ δεν γνώριζε ή δεν εμπλέκεται στο ταξίδι της με οποιονδήποτε τρόπο και η κ. Γκάμπαρντ δεν μετέδωσε καμία επικοινωνία από την κυβέρνηση Τραμπ». Η κ. Χένινγκ πρόσθεσε ότι κυκλοφορούσαν «κακές πληροφορίες» στην Ουάσιγκτον για την κ. Γκάμπαρντ από άγνωστες πηγές.

Την ίδια χρονιά ο Καγουάμ ενώ ήταν στη Δαμασκό, μεταφέρθηκε σε μία εγκατάσταση, όπου του συνέστησαν έναν Αμερικανό κρατούμενο. Ο άνδρας δεν ταυτοποιήθηκε, γιατί δεν θέλησε να μιλήσει στον Καγουάμ. Μπορεί να πίστευε ότι ήταν ακόμη ένας ανακριτής. Εκείνος αναζήτησε αργότερα στο Διαδίκτυο εικόνες του Τάις και τον αναγνώρισε. Έδωσε τη σχετική πληροφορία σε αξιωματούχους της κυβέρνησης Trump που εργάζονταν για την υπόθεση.

Η συνάντηση με τον Τάις κανονίστηκε από βοηθούς του Άσαντ. Το προφανές κίνητρο του καθεστώτος ήταν να δείξει στον Καγουάμ, έναν έμπιστο Αμερικανό συνομιλητή, ότι ο Τάις ήταν ζωντανός και κρατούμενος από τη Συρία τη στιγμή που ο Άσαντ ήλπιζε να διαπραγματευθεί την ανθρωπιστική βοήθεια ή την ελάφρυνση των κυρώσεων με την επερχόμενη κυβέρνηση Τραμπ, χρησιμοποιώντας τον φυλακισμένο δημοσιογράφο ως διαπραγματευτικό χαρτί.
Ο ρόλος του Σον Πεν

Η κυβέρνηση Τραμπ ήθελε πίσω το Τάις. Ο Μάικ Πομπέο, διευθυντής της CIA, κάλεσε έναν Σύρο ομόλογό του για να ρωτήσει για τον δημοσιογράφο στις 23 Ιανουαρίου, τρεις ημέρες μετά την ορκωμοσία του κ. Τραμπ.

Στις αρχές Ιανουαρίου 2019 ο Καγουάμ συνάντησε την Γκάμπαρντ σε έναν φιλανθρωπικό έρανο στο Wiltern Hotel στο Λος Άντζελες που διοργάνωσε ο ηθοποιός Σον Πεν. Ο Καγουάμ είχε δουλέψει με τον Πεν σε ένα κινηματογραφικό έργο στη Συρία. Ο Καγουάμ τράβηξε τη βουλευτή στην άκρη και της είπε για πρώτη φορά για τη συνάντησή του με τον Αμερικανό κρατούμενο που πίστευε ότι ήταν ο Τάις, σύμφωνα με άτομα που γνωρίζουν το επεισόδιο. Η κ. Γκάμπαρντ αρνείται ότι συνέβη αυτό.

Ο Ρόμπερτ Ο’ Μπράιεν, ο τότε κύριος διαπραγματευτής της κυβέρνησης Τραμπ, δεν έμαθε για την έκθεση του Καγουάμ μέσω της Γκάμπαρντ. Η πληροφορία ήρθε μέσω του Πεν, ο οποίος του είπε ότι ο Κάγουαμ θα μπορούσε να βοηθήσει στην υπόθεση Τάις. Αμερικανοί αξιωματούχοι αξιολόγησαν τις πληροφορίες του ως αξιόπιστες, αν και αβέβαιες. Ο κ. Πεν, Ο’ Μπράιεν και Καγουάμ συναντήθηκαν στα τέλη Ιανουαρίου και ξανά τον επόμενο μήνα για να διερευνήσουν εάν οι επαφές του στη Συρία θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ένα κανάλι μέσω του οποίου θα διαπραγματευθούν για την ελευθερία του Τάις. Η προσπάθεια συνεχίστηκε έως και το τέλος του 2020, αλλά χωρίς επιτυχία.

Η τύχη του Αμερικανού δημοσιογράφου παραμένει άγνωστη.

naftemporiki.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου