Κυριακή 29 Δεκεμβρίου 2024

Ποιος θα πληρώσει την ανοικοδόμηση της Συρίας

 


Οι μεγάλες καταστροφές αποτελούν και μεγάλες ευκαιρίες ανοικοδόμησης. Κατά πόσο όμως αυτό στην περίπτωση της ρημαγμένης από 13 χρόνια πολέμου Συρία (και πέντε χρόνια δρακόντειων αμερικανικών κυρώσεων) 

αποτελεί ισχυρή πιθανότητα και όχι φαντασίωση;

Τα νέα ήταν άσχημα πολύ προτού επέλθει η κατάρρευση του καθεστώτος που οικοδομήθηκε με άξονα την οικογένεια Άσαντ. Η
σχετική εκτίμηση της Παγκόσμιας Τράπεζας για το 2023 και η αντιπαραβολή της με το 2011 (έτος απαρχής της σύγκρουσης) είναι ενδεικτική. Η χώρα που προπολεμικά ανταγωνιζόταν σε οικονομικούς δείκτες κράτη όπως η Παραγουάη και η Σλοβενία, σήμερα έχει απολέσει το 85% του ΑΕΠ της και βλέπει έθνη της Κεντρικής Αφρικής με πρόσφατη ιστορία πολυετών φυλετικών και διακρατικών συρράξεων να την ξεπερνούν σε οικονομική ζωτικότητα.

Πρώτη δυσκολία του όποιου εγχειρήματος ανοικοδόμησης είναι η ίδια η ανασύσταση του μοντέλου οικονομίας της χώρας. Τα στατιστικά δεδομένα μιλάνε από μόνα τους. Πριν από το 2011 η οικονομία της Συρίας εξαρτιόταν σε μεγάλο βαθμό από το πετρέλαιο και τη γεωργία. Αμφότεροι ωστόσο οι παραγωγικοί τομείς έχουν συρρικνωθεί και το ανατολικό τρίτο της συριακής επικράτειας, όπου είναι συγκεντρωμένη τόσο η πετρελαιοπαραγωγή όσο και η σιτοπαραγωγή, βρίσκεται υπό τον έλεγχο Κούρδων μαχητών και Αμερικανών πεζοναυτών.

Το 2011 η Συρία παρήγαγε 383.000 βαρέλια πετρελαίου την ημέρα, ενώ σήμερα μετά βίας αυτά ανέρχονται σε 90.000. Αλλά και μια ματιά στα δεδομένα που αφορούν το ανθρώπινο δυναμικό μόνο θετικά δεν είναι. Σήμερα η ανεργία των νέων υπολογίζεται στο 33,5%, ποσοστό δυσθεώρητο αν αναλογιστεί κανείς πως έχει μεσολαβήσει η φυγή των πιο δυναμικών στοιχείων της κοινωνίας στο εξωτερικό. Παράλληλα, ο πληθωρισμός αγγίζει το εξωφρενικό ποσοστό του 140%.

Οικονομικοί αναλυτές μιλώντας στην DW εκτιμούν πως η Συρία θα χρειαστεί τουλάχιστον μία δεκαετία αδιάκοπης ειρήνης, ώστε να επιστρέψει στα προπολεμικά επίπεδα. Παράλληλα, είναι αμφίβολο το τι πραγματικά έχει απομείνει στα ταμεία του κράτους, γεγονός που καθιστά αναγκαιότητα (όπως και σε άλλες περιπτώσεις "αποτυχημένων κρατών") τη συγκρότηση ενός συνασπισμού διεθνών χορηγών, συμπεριλαμβανομένων και οργανώσεων του ΟΗΕ, ο οποίος θα καλύψει το κεφαλαιοδοτικό κενό για ένα αρχικό διάστημα.

Και εκεί μπαίνει το κρίσιμο ερώτημα: Πού θα βρεθούν τα λεφτά για τη Συρία;

Caesar Act και παρενέργειες

Αν και δεν αποτελεί την πρώτη πράξη του έργου της σταθεροποίησης και ασφαλώς δεν συνιστά επαρκή συνθήκη οποιασδήποτε οικονομικής μεγέθυνσης, το πρώτο μέλημα της νέας διοίκησης δεν είναι άλλο από την αναίρεση του πακέτου κυρώσεων που επιβλήθηκε από την Ουάσινγκτον προ πενταετίας, με την ονομασία Caesar Syria Civilian Protection Act.

"Μια στοχευμένη στρατηγική που περιλαμβάνει χαλάρωση των περιορισμών θα δώσει το απαιτούμενο περιθώριο στη δυναμική επιχειρηματική κοινότητα της Συρίας να κάνει το πρώτο βήμα", εκτιμά έκθεση του International Crisis Group, επισημαίνοντας πως η διατήρηση των κυρώσεων ισοδυναμεί με "τράβηγμα του χαλιού κάτω από τα πόδια της Συρίας την ώρα ακριβώς που αυτή προσπαθεί να σταθεί". Την ίδια στιγμή, η έκθεση δεν παραβλέπει την πολιτική διάσταση, τονίζοντας πως οι κυρώσεις κατά αξιωματούχων της περιόδου Άσαντ μπορούν να χρησιμοποιηθούν ως ένα εργαλείο για την ενθάρρυνση μιας θετικής μετάβασης. Αναφέρει επίσης πως είναι το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον που θα πείσει τους Σύρους εκτός της χώρας να επιστρέψουν για να στηρίξουν σε επίπεδο ανθρώπινου κεφαλαίου τη διαδικασία ανασυγκρότησης.

Μιλώντας για πολιτική, τίθεται το κρίσιμο ζήτημα της ασφάλειας ως προϋπόθεση για την οποιαδήποτε αναζωογόνηση της οικονομικής δραστηριότητας. Σε αυτό το πλαίσιο, οι αεροπορικές επιδρομές του Ισραήλ στο συριακό έδαφος και η προσάρτηση περισσότερων εδαφών, αλλά και η επικρεμάμενη πάνω από την κεφαλή της Δαμασκού απειλή της Τουρκίας για επέμβαση σε περίπτωση που το νέο καθεστώς δεν αποδειχθεί συνεργάσιμο, δεν βοηθούν.

συρια

Σε θέση αναμονής οι τοπικοί παίκτες

Είναι ακριβώς η οικονομική διάσταση, πέρα από το δεδομένο κουρδικό "υπαρξιακό ζήτημα", που εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την εμπλοκή της Τουρκίας στα συριακά πράγματα. Κι αυτό γιατί ο πάγιος φόβος της Άγκυρας ως προς τη νομιμοποίηση του κουρδικού αυτονομισμού έρχεται να συναντήσει την αναγκαιότητα για μια κάποια σταθερότητα στο συριακό έδαφος.

Προσπαθώντας να καταστήσει σαφές ότι δεν θα ανεχτεί καμία υπόνοια κουρδικής αυτονομίας στο υπό διαμόρφωση συριακό κράτος, με όλη την αβεβαιότητα που το συνοδεύει, η Τουρκία προσπαθεί να συνδέσει τη διαχρονική πολιτική ασφαλείας με τα ευρύτερα γεωοικονομικά συμφέροντά της. Έτσι, η ενίσχυση της τουρκικής κατασκευαστικής βιομηχανίας, του κλάδου που χρηματοδότησε τη σταθερή ανάπτυξη της χώρας επί Ερντογάν, συνδέεται με την ελάφρυνση του μεταναστευτικού βάρους που έχει αναλάβει η Τουρκία σε αγαστή συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Ένωση.

Σε αυτό το πλαίσιο μόνο τυχαίο δεν είναι ότι ο ηγέτης της οργάνωσης Χαγιάτ Ταχρίρ αλ Σαμ, Αμπού Μοχάμαντ αλ Τζολάνι, δήλωσε ότι η νίκη του συριακού λαού είναι και νίκη του τουρκικού λαού και δεσμεύτηκε ότι η Τουρκία θα έχει προτεραιότητα στην ανοικοδόμηση της Συρίας.

Φιντάν αλ Τζολάνι

Οι ανησυχίες των μοναρχών

Καθώς όμως τα κεφάλαια που απαιτούνται υπολογίζονται, σύμφωνα με το εξειδικευμένο σε υποθέσεις της Μέσης Ανατολής Carnegie Middle East Center, σε 250 έως 400 δισ. δολάρια, είναι εμφανές πως η Άγκυρα "κοιτάει" με επιμονή προς την πλευρά του Περσικού Κόλπου. Η επίσκεψη του υπουργού Εξωτερικών τού (στενά συνδεόμενου με την Τουρκία) Κατάρ, Μοχάμεντ αλ Χουλάιφι, στη Συρία, έπειτα από 13 χρόνια, μπορεί να ερμηνευτεί ως μια πρώτη διερευνητική επαφή. Μια επαφή ωστόσο που δεν συνοδεύτηκε παρά από δηλώσεις στήριξης και όχι από ρητές υποσχέσεις. Και αυτό γιατί η εύθραυστη κατάσταση στην ευρύτερη περιοχή, το μεγάλο αίνιγμα της νέας ισλαμιστικής (έστω πιο "ευπρεπούς") ηγεσίας, και οι αδιευκρίνιστες προθέσεις της επερχόμενης κυβέρνησης Τραμπ βάζουν σε θέση αναμονής όλους τους δρώντες της περιοχής.

Ήδη από την περασμένη εβδομάδα το ΔΝΤ δήλωσε δια του εκπροσώπου του διατεθειμένο να εξετάσει τρόπους μελλοντικής συνδρομής, αν και πρόσθεσε ότι οι τελευταίες επαφές του με συριακές αρχές χρονολογούνται από το 2009. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ακόμη και οι μεγάλοι προστάτες του Άσαντ μέχρι πρότινος, ήτοι η Ρωσία και το Ιράν, δεν έχουν παραιτηθεί από την ιδέα να διατηρήσουν συναλλαγές και με τους νέους ιθύνοντες της Δαμασκού.

Επιπλέον, οι μεγάλοι παίκτες του Κόλπου, όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα (που πρωταγωνίστησαν στην επάνοδο της Συρίας του Άσαντ στον Αραβικό Σύνδεσμο) και η Σαουδική Αραβία, μόνο με ανησυχία παρακολουθούν τις κινήσεις του τοπικού ανταγωνιστή τους, ήτοι του Κατάρ, και τις φιλοδοξίες που ξεδιπλώνει στην περιοχή ένας εξωαραβικός παράγοντας όπως η Τουρκία.

Αντιμετωπίζουν δε ως εφιαλτικό το ενδεχόμενο μιας κυβερνητικής συνεργασίας στη Συρία της μισητής στους μονάρχες Μουσουλμανικής Αδελφότητας με ανεξέλεγκτους σαλαφιστές.

Έτσι, από ειρωνεία της τύχης Κατάρ και Τουρκία, πρωταγωνιστές του εμφυλίου της Συρίας και βασικοί χρηματοδότες της συριακής αντιπολίτευσης, βλέπουν την υλοποίηση των ευχών τους να μετατρέπεται σε δυνάμει σοβαρά προβλήματα.

Πηγή: Capital.gr


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου