Νατάσα Στασινού • nstasinou@naftemporiki.gr
Είναι αρχές του 11ου αιώνα. Στην αυλή του Χεϊάν, η πολιτική φορά άρωμα, η εξουσία μιλά με χρώματα υφασμάτων και ο έρωτας ανταλλάσσεται σε στίχους.
Πίσω από παραβάν, μια γυναίκα που δεν «πρέπει» να ξέρει τόσα πολλά – και σίγουρα δεν «πρέπει» να γράφει τόσο βαθιά – παίρνει χαρτί και μελάνι και ξεκινά να χτίζει κάτι που μοιάζει αδύνατο: μια ιστορία 54 κεφαλαίων, που απλώνεται σε δεκαετίες, γεμάτη χαρακτήρες με μυστικά, αντιφάσεις, απωθημένα.
Η Μουρασάκι Σικίμπου δεν γράφει απλώς ένα έργο. Γράφει έναν νέο τρόπο να κοιτάς τον άνθρωπο.
Η αυλή όπου όλα είναι μήνυμα
Το Κιότο του Χεϊάν δεν είναι πόλη· είναι σκηνή. Τα πάντα εδώ είναι τελετουργία. Οι τίτλοι έχουν βάρος, οι χειρονομίες έχουν συνέπειες, οι ψίθυροι γίνονται αποφάσεις. Οι αυλικοί ανταγωνίζονται όχι μόνο με στρατούς ή χρυσάφι, αλλά με ευφυΐα, στυλ και μια σπάνια δεξιότητα: να κρύβεις ακριβώς αυτό που σκέφτεσαι.
Οι γυναίκες της αυλής ζουν σε έναν κόσμο περιορισμένο και ταυτόχρονα εκλεπτυσμένο. Μιλούν πίσω από κουρτίνες, κινούνται σαν σκιές μέσα σε διαδρόμους, αλλά γράφουν. Γράφουν ημερολόγια, ποιήματα, μικρές ιστορίες – σαν να ψάχνουν ρωγμές μέσα στους κανόνες, σημεία όπου η σκέψη μπορεί να αναπνεύσει.
Και μέσα σε αυτό το περιβάλλον, μια γυναίκα έρχεται να κάνει κάτι που κανείς δεν περιμένει: να στρέψει το βλέμμα όχι στο «τι έγινε», αλλά στο «τι ένιωσε».
Η Μουρασάκι: μορφωμένη εκεί που δεν «επιτρέπεται»
Η Μουρασάκι Σικίμπου γεννιέται περίπου το 973 μ.Χ., σε κλάδο των Φουτζιβάρα. Δεν ανήκει στην κορυφή της πυραμίδας, αλλά κινείται κοντά της: αρκετά υψηλά για να δει τα πάντα, αρκετά χαμηλά για να νιώσει τα πάντα.
Η παιδεία της είναι το πρώτο της σκάνδαλο. Μαθαίνει κινεζικά κλασικά – γλώσσα ανδρική, γλώσσα διοίκησης, γλώσσα κύρους.
Τα μαθαίνει σχεδόν «κατά λάθος», ακούγοντας, απορροφώντας, ξεπερνώντας τους άλλους χωρίς να το διαφημίζει. Είναι η γνώση που πρέπει να κρύβεται, σαν ένα κόσμημα που δεν επιτρέπεται να φορέσεις δημόσια.
Έπειτα παντρεύεται. Και πολύ γρήγορα χηρεύει, με μια μικρή κόρη. Η χηρεία δεν είναι απλώς προσωπικό πένθος· είναι κοινωνική θέση, ένα κενό που σε σπρώχνει είτε στην αφάνεια είτε στην αυλή. Η Μουρασάκι επιλέγει – ή την επιλέγουν – να γίνει κυρία επί των τιμών της αυτοκράτειρας Σόσι. Κι εκεί, ανάμεσα σε τελετές, κουτσομπολιά και λεπτές προσβολές, ξεκινά να γράφει.

Ένας πρίγκιπας που δεν μπορεί να γίνει βασιλιάς
Ο ήρωάς της λέγεται Χικάρου Γκέντζι: «ο Λαμπερός Πρίγκιπας». Είναι γιος αυτοκράτορα, αλλά η μητέρα του είναι χαμηλής καταγωγής. Αυτό αρκεί για να του κλείσει την πόρτα του θρόνου, ακόμη κι αν είναι ο αγαπημένος.
Ο Γκέντζι είναι προορισμένος να λάμπει δίχως να κυβερνά, να κινείται στο κέντρο της εξουσίας χωρίς να την κατέχει.
Και αυτή η συνθήκη τον διαμορφώνει: τον καθιστά γοητευτικό, επικίνδυνο, υπερβολικά ανθρώπινο. Κυνηγά τον έρωτα σαν επιβεβαίωση. Κυνηγά την τέχνη σαν καταφύγιο. Κυνηγά την πολιτική σαν παιχνίδι που δεν μπορεί να κερδίσει ολοκληρωτικά.
Το βιβλίο ακολουθεί τη ζωή του από τη νεότητα ως την ωριμότητα, και ύστερα ανοίγει σε νέες γενιές. Είναι ένα ποτάμι χρόνου. Όμως η Μουρασάκι δεν ενδιαφέρεται μόνο για τα γεγονότα. Στήνει τη σκηνή για να δείξει κάτι πιο σπάνιο: τον εσωτερικό άνθρωπο.
Όταν η λογοτεχνία κατεβαίνει μέσα στο μυαλό
Εδώ βρίσκεται η επανάσταση. Η «Ιστορία του Γκέντζι» δεν είναι απλώς μια ακολουθία ερώτων, ιντριγκών και τελετουργιών. Είναι μια μηχανή ενσυναίσθησης. Η Μουρασάκι κοιτάζει τους χαρακτήρες της από μέσα: τις επιθυμίες τους, τις δικαιολογίες τους, την αυτο-εξαπάτηση, τη ζήλια που ντύνεται με αξιοπρέπεια, την αγάπη που γίνεται έλεγχος, τη θλίψη που γίνεται συνήθεια.
Δείχνει το χάσμα ανάμεσα στο δημόσιο πρόσωπο και στο ιδιωτικό συναίσθημα. Το πώς ένα χαμόγελο στην αυλή μπορεί να κρύβει πανικό. Το πώς η ομορφιά μπορεί να είναι δύναμη, αλλά και κατάρα. Το πώς η εξουσία αλλοιώνει ακόμη και τις πιο τρυφερές σχέσεις.
Και το κάνει χωρίς να φωνάζει. Με μικρές παρατηρήσεις, με σιωπές, με βλέμματα που κρατούν λίγο παραπάνω από όσο επιτρέπεται. Σαν να σου λέει: το δράμα δεν είναι εκεί που πέφτει το σπαθί· είναι εκεί που κουνιέται, ανεπαίσθητα, η καρδιά.
Η μελαγχολία της ομορφιάς
Στον πυρήνα του έργου υπάρχει μια αίσθηση που διαπερνά την ιαπωνική αισθητική: η επίγνωση ότι όλα είναι παροδικά. Ότι η ομορφιά πονά επειδή φεύγει. Ότι ο έρωτας γίνεται τραγικός επειδή δεν κρατά. Ότι η νεότητα λάμπει επειδή είναι σύντομη.
Η Μουρασάκι γράφει σαν να κρατά στο χέρι της ένα άνθος που ήδη μαραίνεται. Και ο αναγνώστης το νιώθει: ακόμη κι όταν η ιστορία σαγηνεύει, μια σκιά περνά από πάνω της. Όχι σαν ηθικό δίδαγμα, αλλά σαν αλήθεια ζωής.
54 κεφάλαια, 7 δεκαετίες, ένα σύμπαν
Το έργο απλώνεται σε 54 κεφάλαια και καλύπτει πάνω από 70 χρόνια ιστορίας. Είναι τεράστιο, σύνθετο, πολυπρόσωπο. Γράφεται σε μια εποχή που το «μυθιστόρημα» δεν έχει ακόμη καν όνομα ως είδος.
Γι’ αυτό και οι ειδικοί συζητούν ακόμη πώς ακριβώς το κατατάσσουν. Όμως, ό,τι κι αν είναι, κάνει κάτι που θα γίνει η καρδιά της μεγάλης πεζογραφίας: χτίζει έναν κόσμο που μοιάζει αληθινός και ανθρώπους που μοιάζουν περισσότερο αληθινοί από τον κόσμο.
Οι σκηνές της αυλής είναι τόσο λεπτομερείς που οι ιστορικοί τις χρησιμοποιούν ως παράθυρο στην καθημερινότητα του Χεϊάν: τι φορούν, πώς φλερτάρουν, πώς μιλούν, πώς ντρέπονται. Αλλά η πραγματική λεπτομέρεια είναι αλλού: στο πώς ζηλεύουν, πώς μετανιώνουν, πώς γερνούν.
Ένα βιβλίο που κυκλοφορεί σαν ψίθυρος
Η Μουρασάκι δεν το εκδίδει όπως θα το φανταστούμε σήμερα. Κεφάλαια αντιγράφονται με το χέρι, περνούν από φίλους σε φίλους, ταξιδεύουν σαν πολύτιμα μυστικά. Η αυλή διψά για συνέχεια.
Οι άνθρωποι θέλουν «το επόμενο». Κι όταν ένα έργο σε μια κλειστή κοινωνία γίνεται αντικείμενο προσμονής, είναι ήδη δύναμη.
Αιώνες περνούν. Η γλώσσα αλλάζει. Το κείμενο γίνεται δύσκολο ακόμη και για τους ίδιους τους Ιάπωνες. Έρχονται μεταφράσεις, διασκευές, νέες αναγνώσεις. Ο «Γκέντζι» μετατρέπεται σε πολιτισμικό DNA: θέατρο, ζωγραφική, ξυλογραφίες, σύγχρονα μυθιστορήματα, manga, εκθέσεις. Και ο πυρήνας μένει ίδιος: ένας άνθρωπος που αγαπά, πληγώνει, χάνει, μεγαλώνει.
Η πιο ήσυχη ανατροπή της ιστορίας
Το πιο προκλητικό στην ιστορία δεν είναι μόνο ότι γράφεται τόσο νωρίς, ούτε μόνο ότι είναι τόσο εκτεταμένο και σύνθετο.
Είναι ότι γράφεται από γυναίκα – σε μια εποχή όπου οι γυναίκες καλούνται να είναι διακοσμητικές, όχι δημιουργικές· να εμπνέουν ποιήματα, όχι να τα γράφουν με τέτοια δύναμη.
Η Μουρασάκι Σικίμπου δεν κάνει επανάσταση με σημαίες. Την κάνει με παρατήρηση. Με μια σχεδόν ανελέητη εντιμότητα απέναντι στα ανθρώπινα κίνητρα. Με τη γενναιότητα να πει: αυτό που ζούμε μέσα μας είναι εξίσου σημαντικό με αυτό που φαίνεται έξω.
Και κάπως έτσι, μέσα σε αυλές από μετάξι και σιωπές, εφευρίσκει – αν όχι το «πρώτο» μυθιστόρημα με τη στενή έννοια, σίγουρα ένα από τα πρώτα μεγάλα έργα που δείχνουν τι μπορεί να γίνει η πεζογραφία όταν αποφασίσει να κατέβει μέχρι τον πυρήνα του ανθρώπου.
Η «Ιστορία του Γκέντζι» δεν επιβιώνει χίλια χρόνια επειδή είναι εξωτική ή «αρχαία». Επιβιώνει επειδή ξέρει κάτι που ο χρόνος δεν αλλάζει: ότι οι άνθρωποι φοράμε μάσκες, αγαπάμε λάθος, ζηλεύουμε σιωπηλά, φοβόμαστε το τέλος – και προσπαθούμε, με κάθε τρόπο, να κρατήσουμε λίγο ακόμη τη λάμψη πριν σβήσει.
naftemporiki.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου